Αδύνατον να στρέψεις το βλέμμα στο σήμερα, χωρίς να σε χτυπήσει, σαν ηλεκτρικό ρεύμα, η νοσταλγία του τότε. Το πρωτάθλημα του 2016 ήταν το «Euro 2004» στην αγγλική του version. Αυτό που δεν γινόταν, έγινε. Να όμως που η Λέστερ, 7 μόλις χρόνια μετά, κοιτάει την άβυσσο. Υποβιβασμός. Μια λέξη σαν ταινία τρόμου.

Μα πώς, bloody hell που λένε εκεί πάνω, συνέβη τέτοιο; Και δεν είναι πως αυτή η 7ετία, οι Αλεπούδες φυτοζωούσαν. Κάθε άλλο. Ήταν ένα κλαμπ που είχε παγιώσει τη θέση του στους «καλούς» της Αγγλίας με δύο τερματισμούς σεζόν σε πρώτη 5άδα. Ποτέ «ουάου», ναι. Αλλά πάντα to the point, μια ομάδα αξιοσέβαστη και ισχυρή. Πήρε και το FA Cup πριν από δύο χρόνια, έπαιξε ημιτελικά ευρωπαϊκής διοργάνωσης μόλις ένα χρόνο πριν…

Η Λέστερ έπαψε να φοβάται, νόμισε πως το 2016 θα την προστάτευε εσαεί

Γενικά αν το δεις, οι ομάδες πέφτουν Κατηγορία για τους λόγους που κανείς μπορεί να σκεφτεί αυθόρμητα. Εξαιτίας μη επαρκούς ρόστερ, επειδή οι άλλοι είναι καλύτεροι, επειδή η διοίκηση δεν είναι φιλόδοξη, επειδή δεν προετοιμάστηκαν σωστά, πνεύμα και σώμα. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει εν προκειμένω. Τουλάχιστον τόσο πολύ ώστε να μπει μπροστά ως βασική αιτία.

Ο υποβιβασμός της Λέστερ είναι κυρίως συνέπεια εφησυχασμού. Θα παίζει του χρόνου στην Championship όχι γιατί είναι γι’ αυτό το επίπεδο, αλλά επειδή θεώρησε δεδομένη τη θέση της στην Premier League. Και έπαψε να παλεύει, με νύχια και με δόντια, για να τη διατηρήσει.

Θαρρείς και πίστεψε πως λόγω κάποιου κληρονομικού δικαιώματος ως απόγονος της «βασιλικής» ομάδας του 2016, είχε δικαιωματικά και αμετάκλητα θέση στην ελίτ. Στο ποδόσφαιρο όμως, τίποτα δεν σου χαρίζεται λόγω ένδοξου παρελθόντος. Είναι μια δυναμική διαδικασία που δεν επιτρέπει χαλάρωση.

Αργή συνειδητοποίηση, το καλοκαίρι που έφερε το… χειμώνα

Η Λέστερ άργησε πολύ να αντιληφθεί πως το κακό ερχόταν κατά πάνω της με δρασκελιές και ακόμη και τότε, δεν αντέδρασε με το άγριο ένστικτο της επιβίωσης. Αυτά παθαίνεις όταν αγνοείς την πραγματικότητα, όταν περνιέσαι για άλλος. Αυτά, όταν κοιτάς μεν ψηλά αλλά ξεχνάς τις ρίζες σου.

Μιλάμε για μια ομάδα με ένα από τα πιο ποιοτικά υλικά της Κατηγορίας, 7η στη λίστα  με τα ακριβότερα μισθολόγια. Δεν θα έπρεπε να «ξεπέσει» έτσι. Συνέβη όμως, καθώς ως καλά ξέρουμε, τα λεφτά από μόνα τους δεν αρκούν.

Πόσο μάλλον καθώς φέτος ήταν ούτως ή άλλως μια χρονιά σημειωμένη στο μπλοκάκι του προγραμματισμού ως «μεταβατική». Με την έννοια πως μπήκε φρένο στη μεταγραφική ενίσχυση λόγω της απειλής του Financial Fair Play, αλλά και των απόνερων της μείωσης εσόδων τον καιρό της πανδημίας του COVID.

Γι’ αυτό αποφασίστηκε να παρθεί το ρίσκο να βγει η σεζόν με πολλούς κομβικούς ποδοσφαριστές στην τελευταία σεζόν του συμβολαίου τους. Επειδή δεν ήθελαν να δώσουν πολλά λεφτά για αντικαταστάσεις. Όμως οι πωλήσεις πρέπει να γίνονται στο σωστό σημείο. Και δεν είναι ποτέ καλή ιδέα να στηρίζεσαι τόσο σε παίκτες που ξέρουν πως, μία ή άλλη, θα είναι αλλού την προσεχή αγωνιστική περίοδο.

Η προειδοποίηση του Ρότζερς λειτούργησε σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία

Ο Μπρένταν Ρότζερς, ο πιο ακριβοπληρωμένος προπονητής στην ιστορία της Λέστερ παρεμπιπτόντως, εκνευρισμένος και ανήσυχος από το φτωχό μεταγραφικά καλοκαίρι, προειδοποιούσε για δύσκολη σεζόν, θέτοντας τον πήχη στους 40 βαθμούς.

Ήταν απαισιόδοξος επειδή ήξερε πως δεν μπορούσε να πάρει περισσότερα από το ρόστερ που διαχειριζόταν; Ουσία είναι πως αρκετοί παίκτες γνώριζαν ανοιχτά πια πως ο προπονητής τους δεν τους ήθελε. Πώς θα μπορούσε αυτό να βγει σε καλό; Πώς να μην επικρατήσει με το καλημέρα της σεζόν μια αύρα αρνητισμού;

Στα υψηλά κλιμάκια, άκουσαν με ένα κάποιο σοκ τα λόγια του Ρότζερς. Ορισμένοι τα θεώρησαν έλλειψη σεβασμού και φιλοδοξίας. Αλλά ο Βορειοϊρλανδός κόουτς είχε μπόλικο credit μετά από την τόσο καλή δουλειά που είχε κάνει τα προηγούμενα χρόνια και βεβαίως, τη στήριξη του αφεντικού, Αϊγιαβάτ Σριβανταναπράμπα. Και μπορούσε τότε να τα λέει.

Γι’ αυτό και άντεξε επίσης τόσο καιρό, παρότι τα αποτελέσματα είχαν πάρει την κάτω βόλτα. Όμως 10 αγωνιστικές πριν από το τέλος, φάνηκε ξεκάθαρα πως τα πράγματα ήταν οριακά. Ο Ρότζερς ήταν το θύμα αυτής της κατάστασης.

Ο Ντιν Σμιθ κλήθηκε στη θέση του, λόγω εμπειρίας στις do or die καταστάσεις. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τη δύναμη να αλλάξει κάτι δομικά λάθος. Σε μια ομάδα που είχε ήδη εμποτιστεί με το δηλητήριο της αμφιβολίας και υπέφερε από την έλλειψη ηγέτη.

Η Λέστερ πρέπει να βρει ξανά τον εαυτό της

Ο υποβιβασμός ήρθε και η Λέστερ βιώνει ένα ισχυρό σοκ. Θα έχει και οικονομικά ζόρια. Γιατί ο μεσομακροπρόθεσμος προγραμματισμός της λειτουργούσε με δεδομένα τα έσοδα λόγω παρουσίας στην Premier League και σε μεγάλο βαθμό και την έξοδο στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις

Ωστόσο όλο αυτό μπορεί να της κάνει καλό σε βάθος χρόνου. Παραμένει ένα κλαμπ που έχει την τύχη να έχει στιβαρή οικονομικά διοίκηση. Με φοβερές προπονητικές εγκαταστάσεις και ένα project ανακατασκευής του γηπέδου της εν εξελίξει.

Πρέπει αυτή τη φορά και σε αντίθεση με πέρυσι να κάνει σωστές επιλογές ώστε να ανασυνταχθεί και να επιστρέψει άμεσα στην ελίτ. Όπως στο θέμα του προπονητή:  θα συνεχίσει με τον Σμιθ ή όχι; Η απάντηση πρέπει να είναι άμεση και πειστική. Δεδομένη επίσης, απαραίτητη και αναπόφευκτη η ανανέωση του ρόστερ όπως και η μείωση των μισθολογίων.

Κυρίως, η Λέστερ καλείται να βρει ξανά το πνεύμα αλληλεγγύης, το οικογενειακό κλίμα που άλλοτε τη χαρακτήριζε. Να θυμηθεί επίσης τι είναι αυτό που τη χαρακτηρίζει ως σύλλογο. Ήταν η πρωταθλήτρια Αγγλίας του 2016, ναι. Αλλά ουδέποτε υπήρξε μέλος της αριστοκρατίας. Σεμνά και ταπεινά, και θα τον βρει ξανά το δρόμο της.