Όλα ξεκίνησαν όταν η Ματίνα Καλτάκη δημοσίευσε μία αιχμηρή κριτική σχετικά με την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» που παίζεται στο Εθνικό Θέατρο.

Καλλιτέχνες αντέδρασαν άμεσα αναφέροντας ότι η κριτική της υπήρξε άδικη και εξαιρετικά αυστηρή ενώ ξεκίνησε μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με την κριτική και τους κριτικούς θεάτρου και κατά πόσο πρέπει να ασκείται τελικά κριτική στο καλλιτεχνικό έργο.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζάς ανέφερε σχετικά σε ανάρτησή του:

«Δεν ξερω από πότε η κριτική θεάτρου ταυτίζεται με “ρεπορτάζ οικονομικού ελέγχου” και “σκανδαλοθηρικές υπόνοιες” για θεσμούς και πρόσωπα. Ούτε σε τι αποσκοπεί αυτό.

Ούτε από πότε προσωπικές επιθέσεις σε συντελεστές παραστάσεων ως προς το ήθος τους, το αν δουλεύουν συχνά η οχι, αφορούν ζητήματα ανάλυσης της καλλιτεχνικής η πνευματικής τους εργασίας. Φαίνεται η αίσθηση υπεροχής κάποιων ανθρώπων δεν έχει μέτρο.

Υ.γ. Δεν αναφέρομαι σε κριτική για δική μου παράσταση η για κάποιον συνεργάτη μου. Αλλά αλίμονο αν όταν βγάζει μάτι η αδικία και η χολή, δεν στεκόμαστε στους συναδέλφους μας.
Λιγότερη χολή, μεταξύ άλλων. Ως ευχή».

Στο θέμα επανέρχεται η Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών με ανακοίνωση που εξέδωσε σχετικά με το θέμα.

Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών Βασιλιάς Ληρ

Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών: Αναλυτικά η ανακοίνωση

Με αφορμή την κριτική που υπέγραψε η συνάδελφος κ. Ματίνα Καλτάκη για την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» στο Εθνικό Θέατρο και τον δημόσιο διάλογο που ακολούθησε, η Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών εκφράζει τη βαθιά ανησυχία και αγωνία της για μία διαφαινόμενη τάση ελέγχου και παροπλισμού της ελευθερίας του κριτικού λόγου, με κατεύθυνση έναν καθόλου ή ελάχιστα κριτικό λόγο, κατά κανόνα εγκωμιαστικό -και “αποδεκτό”- στο σύνολό του.

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο προφανώς και δεν προσθέτει αλλά, αντίθετα, αφαιρεί από τις ευεργετικές λειτουργίες ενός ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου ανάμεσα στην καλλιτεχνική κοινότητα και την κοινότητα των κριτικών.

Η θέση της Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών είναι σαφής:

Σε έναν συμπεριληπτικό κριτικό λόγο δεν έχουν θέση μόνο οι «ορατοί» παράγοντες που συνθέτουν ένα παραστασιακό θέαμα, αλλά και όλοι εκείνοι οι «αόρατοι» που συμβάλλουν καθοριστικά στη δημιουργία του, είτε αυτοί είναι οικονομικοί, χορηγικοί είτε κοινωνικοί, πολιτικοί, θεσμικοί κ.λπ.

Από τη στιγμή που όλοι αυτοί οι παράγοντες ή ορισμένοι από αυτούς εντάσσονται με εμπεριστατωμένο και πειστικό τρόπο και λόγο στο σώμα μιας κριτικής αποτίμησης ενός καλλιτεχνικού γεγονότος, όχι μόνο δεν ακυρώνουν το έργο άσκησης του κριτικού λόγου, αλλά αντίθετα εμπλουτίζουν επί της ουσίας το εύρος και τις αναζητήσεις του και παράλληλα βοηθούν στην καλύτερη, πληρέστερη και κυρίως σφαιρικότερη και πιο υποψιασμένη υποδοχή και κατανόηση μιας παράστασης.

Είναι προφανές ότι η όποια στείρα ή/και τοξική αντιπαράθεση δεν ωφελεί ούτε την καλλιτεχνική κοινότητα και φυσικά ούτε τον χώρο της κριτικής. Οι δύο πλευρές είναι όψεις του ίδιου νομίσματος.

Δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ανταγωνιστικές, αλλά συμπληρωματικές, γιατί μόνο ευεργετικά αποτελέσματα μπορεί να προκύψουν από την ενδυνάμωση και εμβάθυνση ενός διαλόγου που διαπνέεται από πνεύμα Πολιτισμού και αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εκτίμησης.

Εκφράζουμε τις θερμότερες ευχές μας για μια δημιουργική και παραγωγική νέα χρονιά επ’ αγαθώ του Ελληνικού Θεάτρου και εν γένει του Πολιτισμού.