Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μπορεί να έχει αποδοκιμαστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης στην Ευρώπη, ωστόσο δεν συμφωνούν όλοι μ’ αυτό. Κάποιοι όχι μόνο την επιδοκιμάζουν, αλλά ονειρεύονται να ακολουθήσουν και το παράδειγμά της. Σέρβοι υπέρ-εθνικιστές πιέζουν την κυβέρνηση να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ρωσίας και να εισβάλλει στο Κόσοβο, προκειμένου να «αποκαταστήσει τα φυσικά σύνορα», όπως θεωρούν.

Ο ηγέτης του εθνικιστικού-ακροδεξιού Κόμματος της Δεξιάς Μίσα Βάτσιτς είναι ο κυριότερος εκφραστής τέτοιων αντιλήψεων. Το κόμμα του δεν έκρυψε την υποστήριξή του στο Κρεμλίνο και τις μεθόδους του, όμως έχει προχωρήσει κι ένα βήμα παρακάτω. Τονίζει ότι η νίκη των Ρώσων στην Ουκρανία και η επίσημη απόσπαση εδαφών που κατοικούνται από ρωσόφωνους θα δώσει και το κατάλληλο παράδειγμα στη δική του χώρα, ώστε να εισβάλλει (με ρωσική βοήθεια) στο Κοσσυφοπέδιο και να εδραιώσει εκεί την κυριαρχία της.

Δεν αναγνωρίζουν Σέρβοι και Ρώσοι

Περισσότερα από 100 κράτη αναγνωρίζουν το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά αυτό δεν πτοεί τον Βάτσιτς. Ούτε η Σερβία, ούτε η Ρωσία έχουν δεχτεί αυτό το καθεστώς (παρεμπιπτόντως, ούτε η Ελλάδα το αναγνωρίζει). Γι’ αυτούς, το Κόσοβο είναι μια επαρχία της Σερβίας, η οποία τέθηκε υπό διεθνές καθεστώς και δεν υπάρχει νόμιμη κυβέρνηση για να την εκπροσωπεί. Η Σερβία, βέβαια, μέσω του προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς έχει κάνει κάποιες προσπάθειες διαπραγματεύσεων με τους Κοσοβάρους, έτσι ώστε να λυθούν κάποια προβλήματα που επείγουν. Το σημαντικότερο απ’ αυτά είναι η τύχη των σερβικής καταγωγής κατοίκων του Κοσόβου, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία στο βόρειο κομμάτι της χώρας, που συνορεύει με τη Σερβία. Αυτές οι προσπάθειες, όμως, προσκρούουν στην επιμονή των εθνικιστών για ένοπλη δράση.

Ο Βάτσιτς είχε επισκεφθεί τον περασμένο Σεπτέμβριο την περιοχή του Ντονέτσκ σαν «παρατηρητής» των δημοψηφισμάτων που είχαν γίνει στις κατεχόμενες από τη Ρωσία επαρχίες της Ουκρανίας για ενσωμάτωσή τους στην ρωσική επικράτεια. Τότε είχε δηλώσει ότι η Σερβία πρέπει να κάνει υπομονή μέχρι η Ρωσία να «τελειώσει τη δουλειά» στην Ουκρανία και μετά θα έλθει η δική της σειρά να δεχτεί βοήθεια.

Προδότης ο Βούτσιτς, να ανατραπεί

Σε βοήθεια του Βάτσιτς έχουν σπεύσει διάφορες υπερ-εθνικιστικές σερβικές οργανώσεις, κάποιες από αυτές μάλιστα διαθέτουν και ένοπλα τμήματα. Πριν από ένα μήνα μια διαδήλωση της οργάνωσης Λαϊκές Περιπολίες είχε συγκεντρώσει πάνω από 1.000 άτομα, τα οποία κατάφεραν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και επιχειρήσαν να μπουν με τη βία στο γραφείο του προέδρου Βούτσιτς.

Ο πρόεδρος της οργάνωσης Νταμιάν Κνέζεβιτς είπε ότι ο Βούτσιτς πρέπει να ανατραπεί, επειδή δεν προστατεύει τα συμφέροντα του έθνους. Ολοένα και περισσότερα αυτοκίνητα στο Βελιγράδι κυκλοφορούν με το γράμμα «Ζ», το χαρακτηριστικό σύμβολο της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, σε ένδειξη αλληλεγγύης με το καθεστώς Πούτιν.

Ο Κνέζεβιτς συνελήφθη την επόμενη ημέρα από τις σερβικές αρχές, όπως και τέσσερις άλλοι συνεργάτες του. Μετά από λίγες ημέρες αφέθηκε ελεύθερος, επειδή η κυβέρνηση φοβήθηκε τα χειρότερα. Πολλές ακροδεξιές ομάδες είχαν εκφράσει την υποστήριξή τους και απειλούσαν να οργανώσουν μαζικές διαδηλώσεις υπέρ του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου, την ημερομηνία-επέτειο συμπλήρωσης ενός έτους από την έναρξη της εισβολής.

Επιθέσεις σε Ρώσους στο Βελιγράδι

Μια άλλη παράμετρος, πάντως, που ανησυχεί και την σερβική κυβέρνηση είναι η συνεχιζόμενη ένταση μεταξύ των σερβικών υπερ-εθνικιστικών ομάδων και Ρώσων πολιτών, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη Ρωσία τον τελευταίο χρόνο και βρήκαν καταφύγιο κυρίως στο Βελιγράδι, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις, προκειμένου να συνεχίσουν τη ζωή τους. Η Σερβία είναι από τα ελάχιστα κράτη του κόσμου που δεν έχουν επιβάλλει ταξιδιωτικούς περιορισμούς στη Ρωσία, ακόμα οι πολίτες των δύο χωρών μπορούν να τις επισκέπτονται χωρίς βίζα. Αυτό ώθησε περισσότερους από 200.000 Ρώσους πολίτες να μετακομίσουν στη Σερβία.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι νέοι σε ηλικία και το έκαναν είτε για να αποφύγουν την στράτευση, είτε γιατί διαφωνούν ιδεολογικά με το καθεστώς Πούτιν και τις ενέργειές του. Αρκετοί απ’ αυτούς καταγγέλλουν ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Σερβία έχουν δεχτεί επιθέσεις από ομάδες υπερ-εθνικιστών, οι οποίοι τους κατηγορούν για προδοσία και τους ξεκαθαρίζουν ότι δεν τους θέλουν στη Σερβία.