Δημοσιογραφική έρευνα διεθνών πρακτορείων, επιδιώκει να φέρει στο φως ιστορίες ανθρώπων που επέβαιναν στο μοιραίο αλιευτικό που ναυάγησε ανοιχτά της Πύλου, επιδιώκοντας να πιάσει το νήμα από την αρχή.

Είναι άλλωστε γνωστό τοις πάσι, εξαιτίας της χρόνιας πλέον επαφής της ειδησεογραφίας και των εσωτερικών υποθέσεων της δικής μας χώρας με το προσφυγικό, ότι οι άνθρωποι που επιδιώκουν με πλωτά μέσα να διασχίσουν τη Μεσόγειο με στόχο την αποφυγή των βίαιων συνθηκών που υπομένουν στην πατρίδα τους, ούτε κοινή ταυτότητα φέρουν, ούτε ίδια πάντα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και θρησκεία, ούτε κοινό σημείο έναρξης της προσωπικής ιστορίας τους.

Με άλλα λόγια, σημείο απόπλου τους είναι πότε η Ανατολική Μεσόγειος και πότε τα τουρκικά παράλια, άλλοτε οι αφρικανικές ακτές κι οι… διαδρομές που διακινητές και οι προηγούμενοι αυτών έχουν χαράξει περπατώντας, στον χάρτη, προκειμένου να αγγίξουν το πολυπόθυτο όνειρο που ακούει στο όνομα Ευρώπη.

Πόσο περπάτησαν όμως μέχρις ότου να φτάσουν στην Αφρική ή την Τουρκία; πόσο μεγάλες αποστάσεις διένυσαν με τα καραβάνια τους μέχρι να συναντήσουν τον διακινητή; Με πόσους ‘άγνωστους ανθρώπους ταξίδεψαν μαζί στοιβαγμένοι απάνθρωπα; Πόσο θάρρος χρειάστηκε ώστε να πείσουν την οικογένεια τους να αντέξει το δίπολο του αβέβαιου μέλλοντος στη χώρα διαμονής τους μπρος στο αβέβαιο μάλλον ενός φουσκωτού που θα κοστίσει μια περιουσία;

Η τελευταία φορά που ο Μοχάμεντ Γιουσάφ μίλησε με τον γιό του, Σαζίντ Γιουσάφ ήταν στις 8 Ιουνίου. Ο Σαζίντ περίμενε με ανυπομονησία στη Λιβύη τους διακινητές να τον ειδοποιήσουν να επιβιβαστεί σε ένα σκάφος που θα τους μετέφερε στην άλλη όχθη της Μεσογείου.

Μια τέτοια περίπτωση γνωστοποιεί στο κοινό ο Guardian, που αναφέρεται στην περίπτωση ενός από τους χαμένους επιβαίνοντες του ναυαγείου. Ο 28χρονος Σαζίντ Γιουσάφ, ιδιοκτήτης ενός μικρού καταστήματος στην πατρίδα του, πατέρας δύο παιδιών, είχε φύγει από την Κουιράτα, στο πακιστανικό Κασμίρ.

Όνειρό του, να φτάσει στην Ιταλία, όπου ζει ο αδελφός του, που έκανε το ίδιο επικίνδυνο ταξίδι πριν από 12 χρόνια. Φεύγοντας από την Κουιράτα, ο Σαζίντ έγραψε με το κινητό του ένα βιντεο-μήνυμα στην οικογένειά του, λέγοντας στον τετράχρονο γιο του πως όταν γύριζε θα του έφερνε δώρο ένα ποδήλατο.

«Δεν ήθελα να φύγει», λέει στον ο πατέρας του Σαζίντ και ξεσπά σε κλάματα. «Και ο μεγάλος αδελφός του έλεγε να μην κάνει αυτό το ταξίδι. Είναι σαν να περπατάς στη φωτιά και μπορεί να σε περικυκλώσει. Του το είπαμε πολλές φορές – σταμάτα. Κι όταν πήγε στη Λιβύη τον παρακαλούσαμε να γυρίσει», εξομολογήθηκε.

Σημειώνεται ότι από τους 800 πρόσφυγες και μετανάστες που ταξίδεψαν, οι διασωθέντες ήταν μόλις104, ενώ 81 άνθρωποι ανασύρθηκαν νεκροί από την θάλασσα.

Ο Σαζίντ Γιουσάφ ήταν ένας από τους 25 νέους από την κωμόπολη Κουιράτα, που είχαν επιβιβαστεί στο σαπιοκάραβο που βυθίστηκε. Μόνο δύο σώθηκαν.

Οι επαφές που έκανε ο Guardian, συσχετίζονταν με 12 οικογένειες, από την ίδια περιοχή, την Κουιράτα. Κοινό σημείο τους ότι είχαν δικούς τους ανθρώπους που ταξίδευαν με το πλοίο που βυθίστηκε. Όλοι λένε ότι οι συγγενείς τους είχαν πληρώσει 2,2 εκατομμύρια πακιστανικές ρουπίες σε κάποιο μεσάζοντα για να φτάσουν στην Ευρώπη.

Οι μαρτυρίες τους καταγράφουν ότι χρειάστηκε να πάρουν δάνειο για να πληρώσουν τα χρήματα στον διακινητή. Και οι 25 νέοι από την Κουιράτα ήθελαν να φτάσουν στην Ιταλία, όπου τα τελευταία χρόνια έχουν εγκατασταθεί περίπου 500 νέοι μετανάστες από την περιοχή αυτή του πακιστανικού Κασμίρ.

Σύμφωνα με όσα αναζήτησε το ως άνω μέσο, στο ίδιο πλοίο επέβαινε και ο Τουκίρ Περβέζ, 29 χρόνων, εξάδελφος του Σαζίντ. Εκείνος πίσω του άφησε την έγκυο γυναίκα του. Ο πατέρας του, είναι σύμφωνα με τις πληροφορίες εργάτης σε βιοτεχνία που κατασκευάζει τούβλα. Είχε πάρει δανεικά από περίπου 20 φίλους του για να πληρώσει τον διακινητή για το ταξίδι του Τουκίρ.

Όπως σχεδόν όλοι που έφυγαν από την Κουιράτα, ο Περβέζ έφτασε στη Λιβύη με πτήση από το Πακιστάν. Είχε δουλέψει δύο χρόνια στη Σαουδική Αραβία για να μαζέψει χρήματα για το ταξίδι στην Ευρώπη. Στις 5 τα ξημερώματα της 9ης Ιουνίου έστειλε το τελευταίο μήνυμα στην οικογένειά του, για να τους πει πως επιτέλους είχε επιβιβαστεί στο πλοίο για την Ευρώπη.

Ο Αμπντούλ Τζαμπάρ, 39 χρόνων, ήταν αρτοποιός, πατέρας δύο παιδιών. Προορισμός κοινός, η Ιταλία. Πτήση για Ντουμπάι στις 5 Ιουνίου. Δεύτερη πτήση για Λιβύη. Ο πατέρας του, Μοχάμαντ Ανουάρ, λέει πως ο γιος του είχε τηλεφωνήσει και ακουγόταν ανήσυχος λόγω των συνθηκών κατά την αναμονή στη Λιβύη. Ήταν η τελευταία φορά που επικοινώνησαν με τον Αμπντούλ Τζαμπάρ.

Η Ρουμπίνα Κουσάρ είναι χήρα και ο 26χρονος γιος της Άχμεντ αποφάσισε να φύγει για την Λιβύη, με σκοπό από κει να περάσει στην Ευρώπη. Έφυγε από την Κουιράτα πριν από έξι μήνες. Οι διακινητές στη Λιβύη του πήραν το διαβατήριο και όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα, τον χτυπούσαν ζητώντας λεφτά και δεν του έδιναν φαγητό.

«Τον είχαν βάλει σε ένα σκοτεινό κελί για τέσσερις μέρες για να τον τιμωρήσουν επειδή ήρθε στα χέρια με έναν διακινητή, όταν αρνήθηκε να μπει σε μια μικρή βάρκα, λέγοντας πως είχε πληρώσει για κάνει το ταξίδι με μεγάλο καράβι», λέει η Κουσάρ. Ο Άχμεντ μίλησε με την γυναίκα του πριν επιβιβαστεί στο αλιευτικό και ήταν χαρούμενος γιατί θα ταξίδευε με ένα μεγάλο ψαράδικο. «Ο γιος μου υπέφερε πολύ πριν πεθάνει», δηλώνει η Κουσάρ, «πρώτα στα χέρια των διακινητών και μετά στη θάλασσα. Έφυγε μέσα στον πόνο. Θέλουμε δικαιοσύνη. Γιατί οι ηγέτες μας δεν ξύπνησαν νωρίτερα; Δεν ενδιαφέρονται για τον απλό άνθρωπο;».

Η φαινομενική «ειρήνη» δεν αρκεί για να κρατήσει κάποιον μακριά από τον δρόμο της προσφυγιάς

Δεν είναι ακόμα αυταπόδεικτο δυστυχώς σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ότι ουδείς αφήνει τον τόπο του εάν δεν τον αναγκάσουν οι βοιωτικές συνθήκες.

Η επικαιρότητα που συνδέει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με τα καραβάνια ανθρώπων που είτε μετακινούνται λόγω των φριχτών συνεπειών της κλιματικής κρίσης, είτε περιορίζουν αναγκαστικά τη χρήση νερού από την μία πλευρά του Ατλαντικού ως την άλλη, αποδεικνύουν ότι δεν είναι μόνο ο πόλεμος ικανοποιητική αφορμή για ανάγκη να ονειρευτεί κανείς την ελευθερία του και να στοχεύσει στην οικονομική ενίσχυση της οικογένειάς του.

Ακόμα πιο έντονα, όταν η συζήτηση περιστρέφεται σε λαούς που είναι διεθνώς γνωστό ότι οι συνθήκες ανέχειας και οι εμφύλιοι ή οι ασθένειες μαστίζουν σημαντικά ποσοστά του πληθυσμού.

Στην Κουιράτα όλοι λένε πως η φτώχεια δεν αντέχεται και δεν υπάρχουν ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Αυτή είναι η βασική αιτία αναζήτησης διόδου στην Ευρώπη. Πολλοί Πακιστανοί άλλωστε, είναι γνωστό από τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα ότι έκαναν το ταξίδι προς την Ευρώπη περπατώντας, μέσω Ιράν και Τουρκίας.

Οι κάτοικοι της Κουιράτα λένε πως από την περιοχή τους άλλοι 100 νέοι βρίσκονται στη Λιβύη περιμένοντας να επιβιβαστούν σε κάποιο σκάφος με προορισμό την Ευρώπη, διότι γνωρίζουν την στροφή στην πολιτική της Τουρκίας και επιδιώκουν να εξασφαλίσουν έναν τρόπο να μεταβούν στην Λιβύη. Το γεγονός δε, ότι οι περισσότεροι εκ των συγγενών δεν γνωρίζουν καθόλου λεπτομέρειες ή σωστά τα γεγονότα, οφείλεται στους διακινητές που αφαιρούν τα κινητά των ταξιδιωτών.

«Η φτώχεια τους εξωθεί σε αυτό το επικίνδυνο ταξίδι», λέει ο Μοχάμεντ Χανίφ. Ο γαμπρός του, οδηγός φορτηγού στο επάγγελμα, πατέρας έξι παιδιών μεταξύ των αγνοουμένων στο ναυάγιο της Πύλου. «Αυτή η φτώχεια του πήρε τη ζωή. Η φτώχεια είναι πληγή για όλους στο Πακιστάν. Όμως όσοι πήγαν στην Ιταλία από την περιοχή αυτή, κερδίζουν χρήματα και στέλνουν στους δικούς τους», εξομολογείται.

Οι δύο διασωθέντες από την Κουιράτα

Μόνο δύο από την Κουιράτα, ο Χασίμπ και ο Αντνάν Μπασίρ, έχουν διασωθεί από το πλοίο που βυθίστηκε. Ο Αντνάν είχε προσπαθήσει άλλες δύο φορές να φτάσει στην Ευρώπη, μέσω Ιράν και Τουρκίας, αλλά δεν τα κατάφερε. Για να κάνει το τελευταίο ταξίδι πούλησε όλες τις αγελάδες που είχε – τη μόνη περιουσία του και η γυναίκα του πούλησε τα χρυσαφικά της για να πληρώσει τους διακινητές.

Ο πατέρας του, Μπασίρ Αχμέντ, λέει πως μίλησε στον γιο του μέσω ενός δικού του ανθρώπου από τη Βρετανία. Όπως είπε ο Αντνάν, το σκάφος βυθίστηκε όταν το έδεσε με ένα σκοινί η ελληνική ακτοφυλακή- κάτι που διαψεύδουν οι Έλληνες αξιωματούχοι.

«Ο Αντνάν είπε ότι πήδηξε από το πλοίο την τελευταία στιγμή, πριν αναποδογυρίσει και βυθιστεί. Οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν στο αμπάρι και δεν μπορούσαν να βγουν», είπε ο Αχμέντ, «είμαι τυχερός που ο γιος μου έζησε».

Αυτό είναι το χωρίο του Πακιστάν που μέτρησε διψήφιο αριθμό νεκρών. Μια μόνο περιοχή του χάρτη, ανάμεσα στις πάμπολλες χώρες του πλανήτη που λόγω επικρατούσας κατάστασης και για διαφορετικούς λόγους, ωθούν το ανθρώπινο συναίσθημα στα χέρια ενός συστήματος που ενισχύει διακινητές και αφήνει έρμαιο την ανθρώπινη ζωή πότε στην ατομική πρωτοβουλία όσο ρίσκο κι αν ενέχει και πότε στον μαθηματικά ορισμένο τερματισμό της.