Δεν ξέρω τι είναι αυτό που τροφοδοτεί το ρεζερβουάρ του Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς, ώστε να συνεχίζει να παίζει μπάλα στα 42 του. Είναι ο φόβος του (ποδοσφαιρικού) «θανάτου»; Είναι η ματαιοδοξία του, που είναι μεγαλύτερη κι από τη μύτη του; Είναι ο «Βοναπαρτισμός» που τον χαρακτηρίζει και τον οδηγεί σε ατέλειωτες κρίσεις μεγαλείου και ωραιοπάθειας; Είναι η αγωνία ή η βαρεμάρα που ξέρει ότι θα νιώσει μόλις σταματήσει, καθώς δεν «ξέρει να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του»; Ή μήπως τελικά είναι η λατρεία του για το ποδόσφαιρο, που την κρύβει επιμελώς εδώ και τόσα χρόνια πίσω από τη λατρεία για τον ίδιο του τον εαυτό;

Ο Πιο Ταλαντούχος Γυρολόγος

Υπήρξε παιχτάρα ο Ζλάταν. Σε επίπεδο προσόντων, ένας από τους καλύτερους που έχουμε δει ποτέ – ψηλός, γρήγορος, αλτικός, ντριμπλέρ, χρησιμοποιεί και τα δυο πόδια, έχει κάτι απίθανες εμπνεύσεις για να ξεφτιλίσει τους αντίπαλους αμυντικούς και τερματοφύλακες. Είναι ένας ποδοσφαιρικός «αληταράς» που όμοιός του πιθανόν να μην υπάρχει. Αλλά και ένας «αληταράς» σκέτο. Δεν υπήρξε ομάδα (τα προηγούμενα χρόνια τουλάχιστον) που να μην την έκανε άνω – κάτω: άλλοτε, παίζοντας μπουνιές και κλωτσιές στην προπόνηση, άλλοτε κάνοντας φασαρία προκειμένου να πιέσει με αυτόν τον τρόπο να τον πουλήσουν, πριν μερικά χρόνια τα έβαλε με τον Γκουαρδιόλα διότι το «εγώ» του δεν τον άφηνε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα ήταν νούμερο 2 στη Μπαρσελόνα, πίσω από τον Μέσι.

Πήγε στο MLS, τσακώθηκε. Πήγε στη Γιουνάιτεντ, κορδώθηκε σαν τον παγόνι, λέγοντας στους συμπαίκτες του «ελάτε να σας μάθω τα μυστικά της μπάλας». Πήγε στην Παρί και τα έδωσε όλα, σαν έφηβος. Τραυματίστηκε και επέστρεψε, ξανά και ξανά σαν τον γερο-μποξέρ που δεν τα παρατά και δεν μένει στο καναβάτσο, όσα κροσέ και να φάει.

Θα έλεγε κανείς ότι η καριέρα του δεν ήταν ανάλογη των ποδοσφαιρικών του προσόντων. Ίσως να φταίει ο χαρακτήρας του, ίσως η επιλογή ομάδων που έκανε, ίσως οι μάνατζέρ του που τον «έσπρωχναν» εκεί όπου υπήρχαν περισσότερα χρήματα για εκείνον αλλά και για τους ίδιους.

Και συν τοις άλλοις, ως Σουηδός και όχι Γερμανός, Γάλλος, Ισπανός ή Πορτογάλος, δεν ανήκε σε μια χώρα – ομάδα με αδιάλειπτη παρουσία στα Euro και τα Μουντιάλ, ώστε να κυνηγήσει συμμετοχές και ρεκόρ σε επίπεδο Εθνικών Ομάδων.

Ίμπρα Εναντίον Όλων

Τα τελευταία χρόνια, τον βρήκαν στη Μίλαν. Μαζί, τον βρήκε για μια ακόμα φορά ένα διαλυμένο γόνατο. Σε μια ηλικία που κάθε άλλος ποδοσφαιριστής, μα κάθε άλλος θα τα παρατούσε, εκείνος πέρασε την πόρτα του χειρουργείου, έκανε με υπομονή την αποκατάστασή του (σαν να είναι 25 ετών και να έχει όλη τη ζωή μπροστά του), επέστρεψε, έπαιξε και σκόραρε.

Έλειψε 419 μέρες, μια αιωνιότητα για έναν παίκτη 40+. Κι όχι απλά έσπασε τα ρεκόρ του γηραιότερου παίκτη που σκοράρει στη Serie A, αλλά ο αθεόφοβος βρίσκεται στην αποστολή της εθνικής Σουηδίας για τα προκριματικά του Euro 2024.

«Θα ήταν εύκολο να τα παρατήσω μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Πολύ εύκολο, πραγματικά. Έκανα τρεις επεμβάσεις σε 14 μήνες. Υπήρξε μια περίοδος που η κατάσταση του γονάτου μου δεν βελτιωνόταν, ήμουν σε ένα τούνελ και δεν μπορούσα να δω το φως. Επιτέλους τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να τα παρατήσω. Οι προκλήσεις μού δίνουν αδρεναλίνη. Από όταν ήμουν μικρός, εσείς οι δημοσιογράφοι γράφατε για μένα ότι ήμουν πολύ διαφορετικός, χαοτικός και εγωκεντρικός. Στην πραγματικότητα με βοηθούσατε και με βοηθάτε ακόμα. Θέλω να αποδείξω ότι κάνει λάθος όποιος με αμφισβητεί», είπε μεταξύ άλλων, ρίχνοντας – υπό μια έννοια – το «φταίξιμο» στους άλλους, παρότι δεν υπάρχει καν φταίξιμο: θαυμασμός υπάρχει, χειροκρότημα υπάρχει, αγάπη υπάρχει, από το σύνολο των ανθρώπων που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο.

Μόνο που την κριτική, την καλόπιστη, ακριβοδίκαια, ποδοσφαιρική κριτική, απ’ αυτή που δεν γλιτώσει κανένας και ποτέ, εκείνος την ερμήνευε ως «εμπάθεια», «ζήλεια», «χολή», «πόλεμο», «κατευθυνόμενα δημοσιεύματα. Γιατί; Διότι αυτός είναι και δεν θα αλλάξει φυσικά στα 42 του.

Ο «Ντόριαν Γκρέι» του ποδοσφαίρου

«Νιώθω σαν ο πατέρας αυτής της ομάδας» είπε επίσης. Κι όταν τον ρώτησαν αν σκέφτεται την τελική φάση του Euro 2024 που θα διεξαχθεί στη Γερμανία, συμπλήρωσε: «Είπα στους συμπαίκτες μου “σίγουρα αναρωτιέστε τι κάνω εδώ, σίγουρα νομίζετε ότι είμαι τρελός”. Αλλά τους είπα επίσης: «Περιμένετε να πλησιάσει το τέλος, τότε θα καταλάβετε τι κάνω». Τι κάνει; Νιώθει ζωντανός. Ανανεώνει τα κύτταρά του. «Ρουφάει» ζωή μέσα από τον αγωνιστικό χώρο, είναι ένας Ντόριαν Γκρέι του αθλητισμού, που έχει κρύψει το πορτραίτο του μέσα στο ντουλαπάκι στα αποδυτήρια της ομάδας. Είναι η «πατρική φιγούρα» αλλά και το συνώνυμο της επιμονής. Είναι ένα «never give up» που το βλέπουν μπροστά τους κι όχι σε κάποια ταινία του Χόλιγουντ. Δεν το λες και μικρό πράγμα όλο αυτό, όσο κι αν μπορεί να εκνευρίζει ώρες – ώρες, όσο κι αν νιώθει σημαντικότερος από το ίδιο το ποδόσφαιρο.

Το «μετά το ποδόσφαιρο» είναι κάτι που δεν θέλει να σκέφτεται – άλλωστε «είναι μικρός ακόμα…» όπως θα έλεγε και ο ίδιος χαμογελώντας πονηρά. «Έχω πολλές προτάσεις, αλλά δεν θέλω να το σκέφτομαι ακόμα γιατί εξακολουθώ να βλέπω τον εαυτό μου ως παίκτη». Πόσο ακόμα θα τον απολαμβάνουμε; Όσο γουστάρει ο ίδιος, όσο δεν βαριέται, όσο το σώμα του, του λέει «πάμε έναν χρόνο ακόμα», όσο συνεχίζουν να τον χειροκροτούν και δεν γκρινιάζουν όταν τον βλέπουν στο γήπεδο. Ποιος θα τολμούσε άλλωστε να σταθεί μπροστά του, να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει «ήρθε η ώρα να τα παρατήσεις», πέρα από τον καθρέφτη του ή το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, που – φυσικά – έχει τη δική του μορφή;