Φαίνεται πως ο Joaquin Phoenix είναι φτιαγμένος για one man show. Μετά το Joker, έρχεται το C’mon C’mon, όπου κρατάει τη μπαγκέτα και παίζει τα περισσότερα όργανα μόνος του. 5 χρόνια μετά το 20th Century Women, ο σκηνοθέτης Mike Mills δίνει την ευκαιρία στον Phoenix να εξερευνήσει τις πιο βαθιές του πλευρές, τις ανείπωτες ανάγκες του και ποιος ευκολότερος τρόπος γι΄αυτό από το να τοποθετήσεις έναν ηθοποιό δίπλα και μπροστά σε ένα παιδί.

Ο Phoenix υποδύεται τον Johnny, έναν ερευνητή που έχει πάρει χρηματοδότηση για να κάνει μια έρευνα για τα παιδιά σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Όπου εν πάση περιπτώσει εμφανίζονται ιδιαίτερες περιπτώσεις, δηλαδή παιδιά που έχουν κάνει τις αναζητήσεις τους σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο τρομακτικός.

Μαζί με τα άγνωστα παιδιά, ο Johnny θα πρέπει να αναμετρηθεί και με τον ανιψιό του, τον Jesse. Ο Jesse, γιος της Viv, περνάει για μερικές ημέρες υπό τη φροντίδα και προστασία του θείου του, καθώς η μητέρα του φεύγει από το Λος Άντζελες για να πάει στον πατέρα του Jesse. Ο τελευταίος αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, σε βαθμό που χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα και μπορεί να βάλει τον εαυτό του σε δύσκολες καταστάσεις. Ο Paul, καθηγητής πανεπιστημίου, χρειάζεται βοήθεια, είναι μακριά από τον γιο του με τον οποίο είχαν τα δικά τους τελετουργικά και αυτό φέρνει ένα τραύμα στον Jesse.

Αυτό το τραύμα θα εκδηλωθεί με την παιδική ωμότητα απέναντι στους μεγάλους. Ο Jesse, εν τη απουσία και της μαμάς του, θα θελήσει να βρει στον θείο του τον Johnny τη σταθερότητα εκείνη που έχουν ανάγκη τα παιδιά. Τον ρωτάει ευθέως γιατί είναι ανύπαντρος, γιατί χώρισε τη σύντροφό του, τι δουλειά κάνει κτλ.

Το C’mon C’mon έχει μια μελαγχολική ποίηση στα υφολογικά του στοιχεία

Ο Johnny με τη σειρά του ανακαλύπτει τον ίδιο του τον εαυτό καθώς μετατρέπεται από έναν θείο που για 1 χρόνο δεν είχε δει τον Jesse, στον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για την επιβίωση του και ο Jesse πρέπει να συστηθεί ξανά. Βγαίνει δηλαδή από την ασφάλεια του, από το οικείο του περιβάλλον και ζει σε μια ηλικία μεγάλης συνείδησης, δίχως στέρεο έδαφος. Σαν να γεννήθηκε 10 ετών.

Ο Johnny τον παίρνει μαζί του στη Νέα Υόρκη για να συνεχίσει τις συναντήσεις με τα παιδιά και μαθαίνει στον Jesse να ηχογραφεί. Ο μικρός ακούει και σιγά σιγά θα νιώσει ο ίδιος την ανάγκη να μιλήσει στο μικρόφωνο. Κι όταν το κάνει, θα πει «c’mon c’mon, c’mon c’mon».

Σε αυτή τη στιγμή, που αφήνει ένα ηχητικό για τον θείο του, ώστε να το ακούσει όταν ο Jesse θα έχει επιστρέψει στην αγκαλιά της μαμάς του, βρίσκεται και η κορύφωση του C’mon C’mon.

Ο ήχος είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αυτή την ταινία. Η χρήση του μικροφώνου δίνει ένα μεγαλύτερο βάθος στο άκουσμα της φωνής και έχει το εγγενές χαρακτηριστικό, να τραβάει περισσότερη συναισθηματική προσοχή και την ίδια στιγμή να προδιαθέτει για κάτι τόσο profound, τόσο θεμελιώδες για την κατανόηση των ανθρώπων οιασδήποτε ηλικίας.

Πότε με τις αφηγήσεις των παιδιών που τις ακούμε, ενώ έχουμε ως εικόνα τα παιδιά να κοιτάζουν, να χαμογελούν, αλλά να μη μιλάνε, υποστηρίζεται η οπτική της αφηγηματικής εξιστόρησης. Ο θεατής καταλήγει να κάθεται μπροστά σε έναν υποθετικό ομιλητή και γίνεται ακροατής. Το C’mon C’mon είναι περισσότερο podcast, παρά ταινία. Με τη γκρίζα κινηματογράφιση, τίθεται ο τόνος.

Την ίδια στιγμή, εκτός από τη σχέση ενός θείου με τον ανιψιό, στο background ο Mills μας στρώνει λήψεις της Νέας Υόρκης με όλα της τα στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή στη φαντασία, αλλά λιγότερο ενδιαφέρουσα και φρενήρη όταν τη ζεις. Είναι μια καταγραφή της ζωής συνάμα το C’mon C’mon κι αυτό κάνει πιο mellow το ύφασμα της σχέσης του Johnny με τον Jesse. Ακόμα και στους εκνευρισμούς που προκαλεί ένα παιδί στον ενήλικα που τον φροντίζει και δεν είναι ο γονιός του.

Γιατί το παιδί επιτρέπει πολλά στον μπαμπά ή τη μαμά του. Δεν επιτρέπει ιδιαίτερα πολλά στον θείο του και δεν του είναι δύσκολο να φύγει απ΄αυτόν. Όταν απειλεί τη μαμά πως θα φύγει, γυρίζει συνέχεια το βλέμμα πίσω για να δει αν η μαμά τον κοιτάζει και τρέχει πίσω του. Απ΄όλους τους άλλους, όταν φεύγει, το κάνει γιατί εκείνη τη στιγμή νομίζει πως τους μισεί.

Σε αυτό το πλέγμα των συγγενικών σχέσεων, χρειάζεται ένας ηθοποιός «καταπραϋντικός» στις εκφράσεις και στην εκφορά των λέξεων. Ο Joaquin Phoenix είναι ο καταλληλότερος και με την ερμηνεία του δείχνει και πάλι ότι είναι ένα κόσμημα για τη βιομηχανία του θεάματος.

* Το C’mon C’mon κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer την Πέμπτη 9/12