Ο απόλυτος εκφραστής του λαϊκού νταλκά – «Άρχοντα της καψούρας» τον είπανε, σωστά. Μια φωνή αναγνωρίσιμη στη στιγμή, ένα μέταλλο πολύ ξεχωριστό. Και βεβαίως αυτή η βαθιά εισπνοή ανάμεσα στις νότες, κανείς άλλος δεν μπόρεσε να την βγάλει τόσο μελωδική. Λαϊκοί τραγουδιστές ήρθαν, θα ‘ρθουν κι άλλοι. Σαν και αυτόν κανένας άλλος. Βασίλης Καρράς

Φάγαμε χρόνια ολάκερα να βάζουμε ταμπέλες στους τραγουδιστές, να τους χωρίζουμε σε κατηγορίες. «Έντεχνοι Vs Λαϊκοί» ήταν κάποτε το δίλλημα της πόλωσης. Λες και η τέχνη περιορίζεται. Όταν μάλιστα ο ορισμός αυτής, είναι η γνησιότητα και η ελευθερία στην έκφραση.

Και ο Βασίλης Καρράς αυτήν ακριβώς την αυθεντικότητα υπηρέτησε στο ακέραιο. Αυτό εισέπραξε και ο κόσμος, που χαζός δεν είναι, καταλαβαίνει ποιος τον κοιτάει στα μάτια, και ποιος άλλος πάει να τον κοροϊδέψει.

Η βραδιά που γκρεμίστηκε το ψέμα και νίκησε η αγάπη

Το 2017, για τα 40 του χρόνια στο τραγούδι, τα σύνορα των αχρείαστων και επίπλαστων διαχωρισμών γκρεμίστηκαν οριστικά. Μελίνα Ασλανίδου, Γιάννης Ζουγανέλης, Κώστας Μακεδόνας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μίλτος Πασχαλίδης, Μάκης Σεβιλόγλου, Μπάμπης Στόκας, Κωνσταντίνος και Ματθαίος Τσαχουρίδης ήταν οι καλλιτέχνες που τον συντρόφεψαν στις δύο του συναυλίες, στο Θέατρο Πέτρας στην Αθήνα, και στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχε πια έντεχνο, δεν υπήρχε μήτε «σκυλάδικο». Μόνο μουσική. Μια φωνή που έσπασε σίδερα…

Βούρκωσε ο Βασίλης Καρράς εκείνο το βράδυ, όταν άκουσε τόσο κόσμο να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του. Κι αν είχε χορτάσει αγάπη και αποδοχή στις πίστες. Ήταν, όμως, μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή αυτή, ξεπερνούσε και συμπύκνωνε τα προηγούμενα. Σαν ταινία θα πέρασαν από τα μάτια του μπροστά όλες οι στιγμές…

Η πορεία προς την επιτυχία

Τότε που ξεκινούσε εν πρώτοις, ως Βασίλης Κεσογλίδης όπως είναι το κανονικό του όνομα, να βρει το δρόμο του, τον προορισμό του. Ήταν 16 ετών, το 1969, όταν πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο νυχτερινό κέντρο «Πρόσφυγας» στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. Είχε πει τη «Μανόλια», του Στέλιου Καζαντζίδη.

Έτρεμε και ίδρωναν τα χέρια του από το στρες, αλλά τα πήγε περίφημα. Ποτέ, κατά δήλωσή του, δεν μπόρεσε να αποβάλει πλήρως το άγχος που τον συνόδευε πριν βγει στη σκηνή. Η τελετουργία ήταν πάντα η ίδια: Έκανε το σταυρό του, άναβε ένα καντήλι και έβγαινε να τραγουδήσει – άνθρωπος της πίστης…

Στα νιάτα του και για να ανταπεξέλθει οικονομικά, έκανε κι άλλες δουλειές. Ένα σωρό του ποδαριού, πριν γίνει μηχανικός αυτοκινήτων – μεγάλη του «τρέλα» τα αμάξια. Αργότερα, που έκανε λεφτά, μπόρεσε και δημιούργησε μια συλλογή με πάνω από 20 αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, παλιά, σπάνια μοντέλα. Καμάρωνε…

Είχε δουλέψει και στο μηχανοστάσιο του ΟΣΕ στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που αποτύπωσε κάποτε σε μια συνέντευξή του με πολύ ωραίο τρόπο: «Οι “μουτζούρηδες” είναι παραπονιάρηδες, έχουν αισθήματα, είναι ωραίοι τύποι».

Στα πρώτα χρόνια της πορείας του ήταν μάλλον ένα underground φαινόμενο της νυχτερινής σαλονικιώτικης ζωής. Γνωστός στους μύστες, στους κοινωνούς των after καταστάσεων. Πήγαινε όπου τον φωνάζανε, σε γλέντια και πανηγύρια, όργωνε τη βόρεια Ελλάδα. Ποντιακά, της καταγωγής του, λαϊκά, δημοτικά, η φωνή του ήταν φτιαγμένη για όλα τούτα.

«Ρε συ, έχεις ακούσει αυτόν τον Καρρά;», άρχισε το σούσουρο. Το «μυστικό» δεν μπορούσε να μείνει για καιρό τέτοιο. Ο κόσμος, το πάμε, το ξαναλέμε, αγαπάει και προωθεί αυτούς που νιώθει δικούς τους. Και ο Βασίλης Καρράς τραγουδούσε για τα συναισθήματά τους. Η φωνή του, ήταν η δική τους. Η παρέα τους τα βράδια στις ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, που μύριζαν καπνό και αλκοόλ.

Το 1980 κυκλοφόρησε ο πρώτος προσωπικός του δίσκος, ενώ από το 1986 οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Ειδικά μετά το «Νύχτα Ξελογιάστρα» δεν υπήρχε επιστροφή. Το σουξέ το μεγάλο, αυτό που θα τον απογείωνε, είχε μόλις έρθει. Ο Βασίλης Καρράς ήταν πλέον «Βασιλιάς» – ακόμα ένα από τα παρατσούκλια του. Μαζί και το «Ψυχολόγος» επειδή μιλούσε στις καρδιές των ανθρώπων, ειδικά των καψούρηδων.

Ο Βασίλης Καρράς πότε δεν ξέχασε τα πραγματικά σημαντικά

Τα επόμενα πολλά χρόνια, όπου και να τραγουδούσε γινόταν χαμός. Πρώτο όνομα στις μεγάλες πίστες της χώρας, sold out συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συνεργάστηκε με τοπ καλλιτέχνες. Ουδόλως δεν τον άλλαξε η διασημότητα. Παρέμεινε ο ίδιος απλός άνθρωπος.

Αυτός που έμεινε παντρεμένος για περισσότερα από 40 χρόνια με τη σύζυγό του, Χριστίνα την οποία γνώρισε σε μια ντισκοτέκ: «Εγώ παντρεμένος γεννήθηκα. Στα 18 μου γνώρισα τη γυναίκα μου και στα 20 παντρεύτηκα. Γυναίκα, τη λέω. Έτσι φώναζε κι ο πατέρας μου τη μάνα μου. Στην οικογένειά μου κρατάμε τις παραδόσεις. Πάντως, το όνομά της είναι Χριστίνα. Και εκνευρίζεται πολύ όταν μουρμουρίζει και δεν της απαντάω…», είχε πει.

Η κόρη του, Ειρήνη, η μεγάλη του αδυναμία. Χαζομπαμπάς από την πρώτη στιγμή που την είδε. Χαλί να τον πατήσει γινόταν προκειμένου να τη βλέπει χαρούμενη, στο γάμο της, το 2019, έλαμπε ολόκληρος. Ο παράδεισός του… Όπως, σε άλλο επίπεδο, ήταν (παράδεισος) και το κτήμα του στο Κοκκινοχώρι Καβάλας. Το χωριό του. Εκεί ζούσε ως τα 10 του όταν και μετακόμισαν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν οι ρίζες του και ποτέ δεν σταμάτησε να αποζητά το κάλεσμά τους.

Την τελευταία 10ετία, είχε επενδύσει, ψυχή, σώμα και λεφτά, στην αγροτική ζωή. Μετατρέποντας ένα άγονο μέρος σε έναν πράσινο «παράδεισο», δημιουργώντας ακόμη και τεχνητές λίμνες. Παράγοντας αγνά, ποιοτικά προϊόντα, κυρίως ελιές, κεράσια, σύκα, σταφύλια και καρύδια. «Θα κάνω τον αγώνα μου και πιστεύω θα πετύχω», δήλωνε για το project που ονόμασε «Karra’s Farm». Ήθελε πάντα το καλό, το καλύτερο.

Κι ας είδε πολλάκις το κακό μπροστά του, ποτέ του δε άφησε το δηλητήριο να γίνει μεταδοτικό. Όπως είχε αποκαλύψει, έπεσε 2 φορές θύμα απαγωγής – κινδύνεψε σοβαρά να χάσει τη ζωή του! Η νύχτα είναι σκληρή, ειδικά όταν παλεύεις να βρεις θέση και χώρο σε αυτή. Αλλά η νύχτα είναι και γλυκιά, συνεπάγεται διασκέδαση, ανθρωπιά και συναίσθημα. Ο Βασίλης Καρράς τα έζησε όλα έντονα. Πήρε αγάπη, έδωσε αγάπη. Και ήθελε να βλέπει τους γύρω του χαρούμενους.

Αυτό ζήτησε και για το κατευόδιο του. Να είναι όλοι ντυμένοι στα λευκά. Να τον συνοδέψουν στην τελευταία του κατοικία με μπουζούκια που θα παίζουν τα μεγάλα του σουξέ. Μην κλαις γιατί τελείωσε, να χαίρεσαι επειδή (το) έζησες. Έχει ζητήσει επίσης πολλά από τα προϊόντα του που παράγονται στο κτήμα του να δίνονται σε φτωχές οικογένειες.

Κέρδισε την αθανασία με τον μόνο εφικτό τρόπο

Ο αγώνας με τη σοβαρή ασθένεια που τον χτύπησε χωρίς έλεος ήταν άνισος. Παρά την αρχική αισιοδοξία πως θα βγει νικητής (και) από αυτή τη μάχη, δεν τα κατάφερε. Ως και με πεταλούδα στο χέρι ανέβηκε να τραγουδήσει για να μην απογοητεύσει τον κόσμο που είχε έρθει να τον δει, την πρώτη φορά που φάνηκε πως κάτι δεν πάει καλά και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Έκανε χειρουργείο, θεραπείες, έχασε (πολλά) κιλά. Πήγαινε καλύτερα. Αλλά δυστυχώς αποδείχτηκε κάτι το προσωρινό.

Ας μείνουν τα ωραία, ανάμνηση. Απλός τύπος, της παρέας ο Βασίλης Καρράς. Κοφτός, ευθύς, χωρίς υπονοούμενα στο λόγο του. Δίχως απωθημένα, ικανοποιημένος πλήρως από όσα έζησε. Γιατί το έκανε όπως ήθελε. Πήρε πολλά επειδή έδωσε και πολλά.

Αγάπησε τις στιγμές, παθολογικά τον ΠΑΟΚ, αγκάλιαζε τις αδυναμίες του. Το ποτό, το λάτρευε το ουίσκι. Το τσιγάρο. Το φαγητό. Το τραγούδι του, που είχε πει πως δεν θα βαρεθεί ποτέ να λέει, ήταν το «Όταν τα Χρόνια σου Περάσουν».

Ακούγεται κάπως αυτό, τώρα που πέρασαν τα δικά του, σε αυτή τη γη. ΄Ωστόσο και για να συνεχίσουμε με τον τρόπο που ο ίδιος μας τα είπε, δεν πάει πουθενά, εδώ θα μείνει. Κέρδισε την αθανασία με το μοναδικό εφικτό τρόπο για μας τους θνητούς: Με τη δύναμη του σπουδαίου, με την ένταση του συναισθήματος.