Αχ, η Βενετία η ονειρική… Αχ, το Ντουμπρόβνικ το μαγικό…Αχ, οι Βρυξέλλες οι κοσμοπολίτικες… Αχ, το Άμστερνταμ το ελεύθερο… Αχ, το Δουβλίνο το ξένοιαστο… Όποιος έχει ταξιδέψει σ’ αυτές τις ευρωπαϊκές πόλεις και τον ρωτήσεις πώς πέρασε, θα αναμασήσει τα ίδια και τα ίδια κλισέ. Περισσότερο για να τα πιστέψει ο ίδιος, λέμε εμείς, παρά διότι ισχύουν. Και να παρηγορηθεί ότι τα (πολλά, πάρα πολλά) λεφτά που έδωσε για να περάσει μερικές μέρες σ’ αυτό τον συγκεκριμένο προορισμό δεν άξιζαν αυτά που είδε και έζησε.

Γούστα είναι αυτά, βέβαια. Το κάθε ταξίδι αφήνει διαφορετικές εικόνες και εμπειρίες. Ακόμα και στο ίδιο γκρουπ, στην ίδια παρέα, κάποιος που επισκέπτεται ευρωπαϊκές πόλεις μπορεί να νομίζει ότι περνάει τέλεια και ο διπλανός του χάλια. Όσο μπορεί, όμως, να υπάρχει αντικειμενικότητα σε τέτοιες προσωπικές απόψεις, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν μερικοί προορισμοί στην Ευρώπη που έχουν καταντήσει όχι μόνο ασύμφοροι πλέον για την μέση τσέπη, αλλά και πολυδιαφημισμένοι χωρίς να υπάρχει κάποιος τόσο σημαντικός λόγος. Βάζει το χεράκι του και ο υπερ-τουρισμός και δένει το γλυκό.

Οι πιο υπερτιμημένες ευρωπαϊκές πόλεις

Άλλο πράγμα νομίζεις ότι θα νιώσεις όταν κλείνεις το ταξίδι σε ευρωπαϊκές πόλεις κι άλλο πράγμα αισθάνεσαι όταν επιστρέφεις. Κάτι σαν «αυτό ήταν όλο»; Σαν μια έκπληξη που περιμένεις να συμβεί και ποτέ δεν συμβαίνει. Για να δικαιολογήσεις την υπερβολική διαφήμιση που γίνεται.

Βενετία: Στριμωξίδι και κλειστές μύτες

Ας ξεκινήσουμε από την χιλιοτραγουδισμένη Βενετία. Η οποία κάποτε, πριν καταληφθεί από ορδές τουριστών, μπορεί να ήταν και όμορφη. Αλλά τώρα όταν σ’ αφήνει το θαλάσσιο ταξί στην αποβάθρα ή περνάς τη γέφυρα από το Μέστρε νομίζεις ότι μπαίνεις σ’ ένα τεράστιο λούνα-παρκ. Ακριβό, πολύβουο και… βρώμικο λούνα παρκ.

Η πλατεία του Αγίου Μάρκου είναι η μοναδική απλωσιά της Βενετίας. Ναι, αλλά για να καθίσεις σ’ ένα από τα καφέ εκεί πρέπει να το λέει η καρδιά σου (και το πορτοφόλι σου). Οποιοσδήποτε χώρος που βλέπει σε κανάλι, που δεν είναι χωμένος σε κανένα στενό δηλαδή, βάζει τιμές από 100% ως και 300% πάνω από τις κανονικές, αυτές που ισχύουν στην υπόλοιπη τουριστική Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Όποιος θέλει θέα την πληρώνει. Γενικά, πληρώνεις για τα πάντα. Μόνο για τον αέρα δεν έχουν βάλει τέλος ακόμα, καλομελέτα κι έρχεται.

Για το στριμωξίδι το να πει κανείς. Αν δεν είσαι πολύ πρωινός τύπος, μια ρομαντική βόλτα στα κανάλια θα σου φανεί σα να είσαι παραμονή της Παναγίας στη… μικρή Βενετία της Μυκόνου, να στριμώχνεσαι με εκατομμύρια άλλους. Τα γκρουπ τουριστών ατέλειωτα, έτσι ώστε αν θέλεις να βγάλεις μια φωτογραφία να μη μπορείς να σταθείς. Χώρα που υπάρχει πια και κώδικας οδικής κυκλοφορίας στα στενά. Από δεξιά όσοι πηγαίνουν προς τα πάνω, από αριστερά οι προς τα κάτω. Το να δεις μια βιτρίνα στην αντίθετη κατεύθυνση και να αλλάξεις ρότα είναι απαγορευτικό.

Και με τη μυρωδιά τι γίνεται; Όχι μόνο στα κανάλια που κάνουν εργασίες και τα αδειάζουν και δεν μπορείς να πλησιάσεις από τη βρώμα και τους ποντικούς που βρήκανε χώρο και αλωνίζουν, αλλά και στα κανονικά κανάλια πια τις περισσότερες φορές υπάρχει μια έντονη δυσοσμία. Αν σκεφτείς δε και το ακριβό σπορ να κάνεις μια γονδολάδα, πρέπει να πάρεις μαζί και αντιασφυξιογόνα μάσκα. Ενδεχομένως και ακουστικά, αν δεν θέλεις να ακούσεις τον γονδολιέρη που την έχει δει Παβαρότι στα νιάτα του να σου παίρνει το κεφάλι με το «ο σόλε μίο».

Ντουμπρόβνικ: Καλύτερα στη Ντίσνεϊλαντ

Όλα κι όλα, τον τίτλο δεν τον βάλαμε εμείς. Είναι το μόνιμο αστείο των ταλαίπωρων μόνιμων κατοίκων αυτής της όμορφης (καμία αντίρρηση) μικρής πόλης στην κάτω άκρη του μπούμερανγκ της Κροατίας. «Γιατί δεν πάτε στη Ντίσνεϊλαντ; Λιγότερο κόσμο έχει», είναι η μόνιμη επωδός τους. Αγανάκτησαν και οι ίδιοι με τις ορδές που κατακλύζουν τα στενά και δεν μπορούν να τους αφήσουν σε ησυχία.

Αφήστε που οι τιμές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και γι’ αυτούς, τις βρίσκεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Διότι εσύ καλά πας στο Ντουμπρόβνικ για δύο-τρεις ημέρες και φεύγεις. Για ρώτα κι αυτόν που μένει εκεί αν θέλει να πληρώνει 4,2 euros τον εσπρέσο στο πόδι, λες και βρίσκεται απέναντι από τον Πύργο του Άιφελ, φερ’ ειπείν.

Βεβαίως ο συνωστισμός είναι ένα θέμα. Το άλλο, που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια, είναι η πόλη αυτή καθ’ αυτή. Έχει δύο σημαντικά ζητήματα. Το πρώτο είναι οι ανηφόρες της. Κυριολεκτικά ξεποδαριάζεσαι ακόμα κι αν θέλεις να κάνεις έναν απλό περίπατο. Δηλαδή αν δεν είσαι fully fit, μέσα στα γυμναστήρια και τις βιταμίνες, καλύτερα να οπλιστείς με υπομονή. Το άλλο είναι η έλλειψη παραλίας.

Μα, γίνεται να πας σε παραθαλάσσια πόλη, και μάλιστα όταν έχει high season το καλοκαίρι, και να μην βουτήξεις στη θάλασσα; Υπάρχουν κάποιες παραλίες, κάπως απομακρυσμένες, αλλά μην πάει το μυαλό στην οργάνωση που υπάρχει στις βορειότερες δαλματικές ακτές και σε άλλες παραθαλάσσιες ευρωπαϊκές πόλεις.

Το Ντουμπρόβνικ, λέει, δεν το επισκέπτεσαι για να κάνεις μπάνιο. ΟΚ, και γιατί να το επισκεφτείς και να πληρώσεις τόσο ακριβά; Περισσότερος ντόρος έγινε για την πόλη όταν βομβαρδίστηκε στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας (τα χαλάσματα ακόμα τα δείχνουν για αξιοθέατα). Ήταν αυτό που λέμε κρυφός προορισμός, παρθένος. Άπαξ και τον ανακάλυψαν, πήρε την κάτω βόλτα.

Δουβλίνο: Τόση ταλαιπωρία για μία μπύρα

Αλήθεια τώρα, έχετε δει πιο γκρίζα πόλη στη ζωή σας; Μπορεί το πράσινο να είναι το εθνικό χρώμα των Ιρλανδών, αλλά στο Δουβλίνο κυριαρχεί το γκρίζο. Σαν κάποιος να αφαίρεσε ή να ξεθώριασε τα έντονα χρώματα. Νομίζεις ότι συμμετέχεις σε ταινία των αδελφών Ταβιάνι ένα πράγμα. Από αρχιτεκτονική δε, λίγα πράγματα. Και μάλλον απρόσεκτα. Από τις πιο αφρόντιστες ευρωπαϊκές πόλεις.

Για να πούμε την αλήθεια, οι Ιρλανδοί δεν το’ χουν πολύ με τον τουρισμό. Μεταξύ μας, δεν δίνουν δεκάρα για το αν θα επισκεφθείς τη χώρα τους σαν τουρίστας. Οπότε είναι και λίγο αγενείς. Ως και πολύ, κάποιες φορές.

Αν αποφασίσεις δε να κάνεις μια βόλτα και στις μη τουριστικές γειτονιές, με το σκεπτικό ότι, βρε αδερφέ, σε ευρωπαϊκή πόλη είσαι, δεν είναι δυνατό να πάει κάτι στραβά, έχε στο νου σου ότι… μπορεί να πάει: Το Δουβλίνο είναι η πόλη με τις περισσότερες ληστείες στο δρόμο στην Ευρώπη. Και τα μέσα μεταφοράς είναι σαν τα ελληνικά: Δεν ξέρεις ούτε πότε θα έλθουν, ούτε πότε θα φτάσουν.

Ο αντίλογος σε όλα αυτά είναι η μπύρα. ΟΚ, ωραία η Guiness, ωραία εμπειρία να πιεις μια Guiness σε μια ιρλανδέζικη παμπ, αλλά το πολύ το «κύριε ελέησον» το βαριέται κι ο παπάς. Πόσες φορές θα πιεις Guiness; Κι αν πας σε ιρλανδέζικη παμπ, θα διαπιστώσεις ότι ποικιλία δεν υπάρχει. Δύο, τρεις επιλογές κι αυτό είναι όλο. Αξίζει τον κόπο να ταλαιπωρηθείς τόσο για μια μπύρα; Και δεν υπάρχουν ευρωπαϊκές πόλεις να βρεις ιρλανδέζικες παμπ να πιεις;

Βρυξέλλες: Η χρυσή πιστωτική και τα γκράφιτι του Τεν-Τεν

H πρωτεύουσα της Ευρώπης, η Γκραν Πλας με το Ατόμιουμ. Τέλεια. Άντε και καμιά βόλτα στο «Mont des Arts», άντε και να δεις απ’ έξω τα βασιλικά ανάκτορα και… τελείωσε η σεμνή τελετή. Οι Βέλγοι δεν έχουν τι να δείξουν για την πρωτεύουσά τους και αναδεικνύουν ως αξιοθέατα τα γκράφιτι με τον Τεν-Τεν στους τοίχους των πολυκατοικιών και κάτι πλατείες που σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και πρωτεύουσες τις βρίσκεις με το σωρό. Με το ζόρι τουριστικές οι Βρυξέλλες, χωρίς να έχουν να σου προσφέρουν τίποτα.

Είναι αυτό που περιμένεις σε κάποιο σημείο να εκπλαγείς, να πεις «ΟΚ, αυτό άξιζε τον κόπο, χαλάλι τα λεφτά», αλλά ψάχνεις τριγύρω σε όλη την πόλη και δεν βρίσκεις τίποτα. Χώρια που επειδή ακριβώς την έχουν δει πρωτεύουσα όλης της Ευρώπης σκέφτηκαν ότι πρέπει ως πρώτη πόλη να είναι και η πιο ακριβή. Ακόμα και στα μπιστρό τα καταχωνιασμένα στις γειτονιές πρέπει να ξεπαραδιαστείς για να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου. Αν δε θέλεις και κρασί, καλύτερα να κουβαλάς χρυσή πιστωτική μαζί σου.

Κι από ασφάλεια; Δεν θα μιλήσουμε για τους αστυνομικούς με τα πολυβόλα στα χέρια στα κεντρικά σημεία, που σου αφαιρούν όλο το ρομαντισμό. Αλλά αν ξεμακρύνεις από το κέντρο, όπως κάνεις σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, και τραβήξεις π.χ. κατά το Μόλενμπεκ, υπάρχουν κάτι καλόπαιδα Μαροκινοί που θα σε αφήσουν τσιτσίδι. Στην κυριολεξία.

Άμστερνταμ: Ακόμα και οι Ολλανδοί βάζουν κανόνες

«Άντε καρδιά μου κι άσπρο πάτο, καιρός να πάμε παρακάτω»… Πού το θυμηθήκαμε το συμπαθητικό τραγουδάκι; Σχέση άμεση με το Άμστερνταμ δεν έχει, αλλά πράγματι είναι καιρός να πάμε παρακάτω με την πόλη. Πέρασε ο καιρός πια που έκανες χάζι με τον άλλο που έκανε το χόρτο μαγικό φόρα παρτίδα μέσα στο καφέ. Πέρασε ο καιρός που καθόσουν έξω από τις βιτρίνες στα κόκκινα φανάρια και λιγουρευόσουν τα κοριτσάκια που κουνιόντουσαν από μέσα.

Πέρασε ο καιρός που αισθανόσουν καταπιεσμένος και ήθελες να αναπνεύσεις αέρα ελευθερίας, να νιώθεις ότι μπορείς να κάνεις ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι. Αυτό διαφήμισε για κάποια χρόνια το Άμστερνταμ και μάζεψε κόσμο. Κούρασε, όμως. Δεν πήγε παρακάτω, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.

Ακόμα και οι ίδιοι οι Ολλανδοί σκέφτονται ότι είναι καιρός να τη λήξουν τη σεμνή τελετή. Τα «κόκκινα φανάρια» μετακομίζουν σ’ ένα mall σε άλλη γειτονιά, το οποίο θα είναι κανονικά σούπερ μάρκετ για σεξ. Τα κόκκινα φανάρια πια δεν θα υφίστανται.

Πριν καθίσεις δε σε κάποιο καφέ κι αρχίσεις να στρίβεις το μυρωδάτο, καλύτερα ρώτα το γκαρσόνι αν επιτρέπεται, γιατί αλλάζουν οι νόμοι, γίνονται πιο αυστηροί, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Και αν δεν είσαι καλός στο ποδήλατο, μην αποφασίσεις να νοικιάσεις κανένα για να δεις την πόλη. Έχουν αγανακτήσει τόσο πολύ οι Ολλανδοί με τους απρόσεκτους ποδηλάτες-τουρίστες και τα ατυχήματα που προκαλούν, που είναι συχνοί οι καυγάδες και τα ξυλοφορτώματα.

Η ακρίβεια δε, αν θέλεις να κινηθείς εκεί που πάνε όλοι, είναι κάτι παραπάνω από ορατή. Ένα πλαστικό ποτήρι μπύρα στο χέρι 4,5 ευρώ βρε αγιογδύτες; Και όταν πίνεις στο δρόμο, ξέρεις, σου’ ρχονται και ανάγκες… Μην μπεις σε κανένα σοκάκι χωρίς ένα αρωματικό χαρτομάντηλο στη μύτη, θα μετανιώσεις.