Σε έναν πίνακα του 1675, ο βασιλιάς της Αγγλίας Κάρολος Β’ στέκεται σε μια βεράντα, καθώς ο βασιλικός κηπουρός γονατίζει μπροστά του προσφέροντάς του ένα περίεργο δώρο.

Είναι ένα από τα πιο επιθυμητά αντικείμενα της εποχής και αποτελούσε την επιτομή της απόλυτης πολυτέλειας και του κύρους.

Εισαγόταν από μια μακρινή χώρα και είναι από τα πρώτα του είδους του που έκανε το ταξίδι από τον Νέο Κόσμο στη Βρετανία. Είναι ένας ανανάς!
Σήμερα, το εξωτικό φρούτο δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλο δώρο για βασιλιάδες.

Εκείνα τα χρόνια, όμως, οι ανανάδες βρίσκονταν στην αρχή μίας χρονικής περιόδου στη διάκρεια της οποίας θα εξελίσσονταν -ιδιαίτερα στη Βρετανία- σε σύμβολο πλούτου και χλιδής που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο.

Οι ανανάδες εξακολουθούν να κοσμούν τους τρούλους των δυτικών πύργων του καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου, ενός εμβληματικού κτιρίου που αποτελεί ορόσημο του Λονδίνου.

Ο πίνακας, ο οποίος παραγγέλθηκε από τον ίδιο τον βασιλιά και αποδίδεται στον αυλικό ζωγράφο του, τον Ολλανδό καλλιτέχνη Hendrick Danckerts, πίστευαν κάποτε ότι δημιουργήθηκε εις ανάμνησιν του πρώτου ανανά που καλλιεργήθηκε στην Αγγλία. Κάτι που δεν ισχύει, γιατί αυτό συνέβη πολύ αργότερα.

«Ο ανανάς που προσφερόταν στον Κάρολο Β’ είχε αποσταλεί από τα Μπαρμπάντος», είπε η Francesca Beauman, συγγραφέας του βιβλίου «The Ananas: King of Fruits», σε μια τηλεφωνική συνέντευξη.

Ο ημερολόγος του βασιλιά, ο Τζον Έβελιν, είχε καταγράψει τη στιγμή που ο Κάρολος Β’ δοκίμασε για πρώτη φορά το φρούτο σε ένα συμπόσιο που έγινε για τον Γάλλο πρεσβευτή το 1668. Σε αυτό το σκηνικό και μόνο η θέα της φολιδωτής επιφάνειάς του αντιμετωπίστηκε με εκρήξεις θαυμασμού.

Τα σχέδια ανανά εξακολουθούν να «επιβιώνουν» σε μερικά αξιοσημείωτα κτίρια σε ολόκληρη τη Βρετανία, τα οποία σχετίζονται με τη βασιλεία, συμπεριλαμβανομένου του The Pineapple House στο Dunmore Park της Σκωτίας.

«Οι ανανάδες ήταν πολύ περιζήτητοι από την αρχή, επειδή οι εξερευνητές που τους είχαν συναντήσει στον Νέο Κόσμο, έγραψαν γι’ αυτούς με ενθουσιασμό όχι απλώς για την εικόνα τους αλλά και για τη νοστιμιά τους», είπε ο Beauman.

Η δημοτικότητα του φρούτου επεκτάθηκε στη Βρετανική Βόρεια Αμερική, όπου ο νεαρός Τζορτζ Ουάσιγκτον ήταν μεταξύ των θαυμαστών του ανανά.

«Κανένα (σ.σ.: άλλο φρούτο) δεν ευχαριστεί το γούστο μου, όσο οι ανανάδες», έγραψε στο ημερολόγιό του κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στα Μπαρμπάντος το 1751.

Επειδή οι ανανάδες δεν αναφέρονταν στη Βίβλο ή σε κάποια παλιά κείμενα από την Ελλάδα και τη Ρώμη, πρόσθεσε, δεν είχαν καμία απήχηση στο παρελθόν.

Οι Άγγλοι μπορούσαν επομένως να τους επιβάλουν ό,τι απήχηση ήθελαν, και ο ανανάς εξελίχθηκε σε βασιλιά των φρούτων -ριζώνοντας στη βρετανική κουλτούρα με περισσότερους από έναν τρόπους.

Σπιτική καλλιέργεια

Οι ανανάδες χρειάζονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες για να αναπτυχθούν και χρόνια για να ωριμάσουν.

Ωστόσο, από την στιγμή που καθιερώθηκαν ως «τα πιο επιθυμητά φρούτα», οι άνθρωποι άρχισαν να τα καλλιεργούν στη Βρετανία.

«Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για αστοχία και ανοησία, επειδή το κλίμα τόσο στην Αγγλία όσο και στην Σκωτία είναι κρύο και έχει υγρασία λόφω των συχνών βροχών, μέχρι τη δεκαετία του 1770 όποιος ανήκε στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις καλλιεργούσε τους δικούς του ανανάδες –μάλιστα έγινε το βασικό φυτό των κήπων στις εξοχικές κατοικίες», αναφέρει ο Beauman.

Αυτό έγινε με μεγάλο κόστος και δυσκολία. Απαιτούσε την κατασκευή ειδικών θερμοκηπίων που ονομάζονταν «pineries», τα οποία παρείχουν θέρμανση στα φυτά από τη ρίζα χρησιμοποιώντας σόμπες, κάτι που δημιουργούσε μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς. «Ήταν σπάνιο να πετύχει όλο αυτό πραγματικά», σημειώνει ο Beauman.

«Το να καλλιεργηθεί έστω και ένας ανανάς ήταν ένα τεράστιο επίτευγμα που οι άνθρωποι θα επεδείκνυαν συνεχώς».

Το κόστος της κατασκευής και του συστήματος θέρμανσης, καθώς και ο χρόνος που απαιτούταν για την απόκτηση των καρπών, ανέβαζαν κατακόρυφα την τιμή του ανανά στις 80 λίβρες το κομμάτι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Beauman -ισοδυναμεί με περίπου 15.000$ σε σημερινά χρήματα.

«Είχαν σχεδόν το ίδιο κόστος με ένα νέο αμαξάκι με άλογα -ισοδύναμο με την αγορά ενός νέου αυτοκινήτου στη Γεωργιανή Αγγλία», τονίζει.

«Οι άνθρωποι είχαν έναν κηπουρό πλήρους απασχόλησης ο οποίος κοιμόταν ανάμεσα στα φυτά για να βεβαιωθεί ότι δεν θα τυλίγονταν στις φλόγες κατά λάθος. Ήταν ένας τρόπος να επιδείξεις τον πλούτο σου και γρήγορα έγινε σύμβολο κοινωνικού status».

Ανανάδες προς ενοικίαση

Ενώ το φρούτο κατοχυρώθηκε στη βρετανική κουλτούρα ως ένας αισθητικά ευχάριστο σύμβολο κοινωνικής διάκρισης, σπάνια το έτρωγαν.

«Αν ήσασταν πολύ πλούσιοι και είχατε έναν πραγματικά καταπληκτικό κηπουρό, το πρώτο πράγμα που θα θέλατε να κάνετε αν υπήρχε συγκομιδή, ήταν να στείλετε σε έναν φανταχτερό φίλο έναν ανανά ως δώρο», εξηγεί ο Beauman.

«Θα εμφανιζόταν επίσης στο τραπέζι της τραπεζαρίας ως σύμβολο ανώτερης κοινωνικής τάξης και συνήθως καθόταν εκεί, μέχρι να αρχίσει να σαπίζει. Άλλωστε για ποιο λόγο θα έπρεπε να φάτε έναν ανανά; Θα ήταν σαν να τρως μια τσάντα Gucci!».

Τόσο πολύτιμη ήταν η ευκαιρία να δεις το συγκεκριμένο φρούτο ώστε, σύμφωνα με τον Beauman, διατίθονταν ακόμη και προς ενοικίαση, σε περιπτώσεις που ένα φρούτο το δάνειζαν για λίγες ώρες για να μεταφερθεί σε ένα πάρτι και μετά επέστρεφε στη βάση του.

Τελικά, ο ανανάς άρχισε να ενσωματώνεται σε όλα τα είδη σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και των σχεδίων που κοσμούσαν τα πιατικά.

«Θα υποστήριζα ότι ο ανανάς αποτελεί ωραίο διακοσμητικό», εξηγεί ο Beauman. «Είναι εύκολο να το αναγνωρίσεις, έχει συμμετρία και είναι ένα λιτό σχέδιο.

Παράλληλα όμως επέτρεψε στην αριστοκρατία να επικοινωνήσει τις αξίες της με πολύ απλό τρόπο. Και γι’ αυτό η πιο δημοφιλής μορφή αναπαράστασης ήταν ένας πέτρινος ανανάς ως «κιονόκρανο» σε έναν στύλο πύλης κατοικίας.

Αυτό θεωρούταν σύμβολο της αριστοκρατίας στις αγροικίες γύρω στις δεκαετίες του 1770 και του 1780, ένας τρόπος να επισημανθεί το όριο μιας ιδιοκτησίας, με πολύ δημόσιο τρόπο».

Πολλοί από αυτούς τους ανανάδες διατηρούνται μέχρι σήμερα σε στύλους πυλών σε όλη τη Βρετανία μέχρι σήμερα, καθώς και σε μερικά εμβληματικά κτίρια που σχετίζονται με την αριστοκρατία, όπως το κτήμα Dunmore Park, κοντά στο Stirling της Σκωτίας, μια πρώην κατοικία των Earls of Dunmore, που χτίστηκε το 1761.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο ανανάς που κοσμεί την κορυφή του τροπαίου του Γουίμπλεντον που απονέμεται στον νικητή του τουρνουά Ανδρών.

Όταν πλέον η εξωτική λιχουδιά άρχισε να εισάγεται σε μεγάλες ποσότητες, από το 1820 και μετά περίπου, η ιδιότητά της ως η απόλυτη πολυτέλεια αμαυρώθηκε.

«Μέχρι το 1850, 200.000 ανανάδες το χρόνο ξεφορτώνονταν στην αποβάθρα του Λονδίνου», αναφέρει ο Beauman. «Έπειτα, όταν ήρθαν η ψύξη και η κονσερβοποίηση, αργότερα μέσα στον αιώνα, έγιναν πραγματικά πανταχού παρόντες».

Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να καταρρεύσει εντελώς η επιθυμία κατοχής τους, όπως επιβεβαιώνεται από ένα απόσπασμα στο «David Copperfield» του Charles Dickens, το οποίο γράφτηκε το 1850.

Στο βιβλίο, ο David λέει ότι όταν θα είχε χρήματα, θα έπαιρνε καφέ και ψωμί, αλλά όταν δεν είχε καθόλου, έκανε μια βόλτα μέχρι το Κόβεντ Γκάρντεν και «κοίταζε τους ανανάδες».

«Για ένα αγόρι σαν τον David Copperfield, το 1850», εξηγεί ο Beauman, «ένας ανανάς έμοιαζε σαν ακόμα μια ματιά σε έναν κόσμο αφάνταστης χλιδής».