Ξεκινάμε από το προφανές, που το ζούμε και στην Ελλάδα: Τα έξοδα κατοικίας έχουν αυξηθεί τόσο πολύ, που κινούνται σε οριακά επίπεδα. Είτε έχεις αγοράσει την κατοικία σου με δάνειο και πληρώνεις μηνιαία δόση, είτε είσαι ενοικιαστής, το ποσό που καλείσαι να πληρώσεις είναι εξαιρετικά φουσκωμένο τα τελευταία χρόνια. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο και στις ΗΠΑ, κι έχει οδηγήσει σε μια παράξενη μόδα: Χωρισμένα ζευγάρια (και με τη… βούλα, με διαζύγιο δηλαδή) συνεχίζουν να μένουν μαζί, διότι κανείς από τους δύο δεν αντέχει οικονομικά να μετακομίσει!

Με τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ να εξακολουθεί να βρίσκεται στο 3,2% και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων εκτοξεύονται πάνω από το 7%, τιμές ρεκόρ, προφανώς η κατάσταση είναι ασφυκτική. Ακόμη και η ενοικίαση συνδέεται με υψηλή τιμή, που εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί κατά 9% τα τελευταία δύο χρόνια. Πολλά διαζευγμένα ζευγάρια προτιμούν, από ανάγκη και όχι από επιλογή, μια ολωσδιόλου ανορθόδοξη κατάσταση διαβίωσης: Να παραμένουν στο σπίτι με τον πρώην σύζυγό τους μετά το διαζύγιο, αντί να μετακομίσουν σε μια πολύ χειρότερη κατοικία, την οποία μπορούν να αντέξουν οικονομικά και μόνοι τους.

Οι συνέπειες που υπάρχουν απ’ όλη αυτή την κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από ορατές. Όταν φτάνεις στο σημείο να χωρίσεις και παίρνεις διαζύγιο, σημαίνει ότι η σχέση σου με τον/την σύζυγο βρίσκεται στο «μη παρέκει». Στις περισσότερες περιπτώσεις, λοιπόν, η συγκατοίκηση μόνο ομαλή δεν είναι. Καυγάδες, εντάσεις και τσακωμοί βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, όσο κι αν πλέον οι λογαριασμοί είναι χωριστοί και ο καθένας προσπαθεί να εξοικονομήσει χρήματα για λογαριασμό του. Προφανώς αν η οικονομική τους κατάσταση ήταν καλύτερη, δεν θα το επέλεγαν.

Διαζύγιο μόνο στα χαρτιά

Το πρώτο που γίνεται σ’ ένα «χωρισμένο» σπίτι, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Wall Street Journal, η οποία φώτισε το θέμα, είναι η οριοθέτηση των χώρων. Όπως γίνεται, δηλαδή, και σε μια απλή συγκατοίκηση. Ο καθένας έχει το δωμάτιό του, τους χώρους που μπορεί να χρησιμοποιεί (αποθήκη, γραφείο κτλ.), ακόμα και τα δικά του ράφια στην κουζίνα ή το δικό του χώρο στο ψυγείο. Όταν εμπλέκονται και παιδιά, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα. Τα ζευγάρια μπορεί, επίσης, να είναι συνηθισμένα στον τρόπο με τον οποίο χωρίστηκαν οι δουλειές του σπιτιού, όπως το μαγείρεμα και το καθάρισμα, και δεν θέλουν να εγκαταλείψουν αυτή τη σταθερότητα, διότι βολεύει αμφότερους.

Η κατάσταση περιπλέκεται όταν πια ο ένας από τους δύο πρώην συζύγους, ή και οι δύο ακόμα, αρχίζουν να βγαίνουν ραντεβού με άλλα άτομα. Όσο κι αν υπάρχουν όρια που συζητούνται ή συμφωνούνται, τέτοιες καταστάσεις μπορούν να διαλύσουν την ψυχολογία του/της πρώην συζύγου.

Βεβαίως υπήρξαν και περιπτώσεις που το πράγμα δούλεψε. Υπάρχουν και ζευγάρια που, αποφασίζοντας να μείνουν μαζί μετά το διαζύγιο, τώρα τσακώνονται λιγότερο από πριν, διότι όλα είναι αποφασισμένα και διαχωρισμένα.

Οι ειδικοί, πάντως, υποστηρίζουν ότι αυτή η τάση δείχνει μια αυξανόμενη ικανότητα των ανθρώπων να δίνουν προτεραιότητα στις πρακτικές τους ανάγκες έναντι των συναισθηματικών περιπλοκών. Προφανώς οι λύσεις είναι αντισυμβατικές, αλλά οφείλονται στο υψηλό κόστος διαβίωσης και στέγασης. Περισσότεροι Αμερικανοί, επίσης, τείνουν να διατηρούν πιο φιλικές σχέσεις με τον/την πρώην σύζυγο μετά το διαζύγιο. Αυτό οφείλεται και στο ότι το «στίγμα» του διαζυγίου είναι χαμηλότερο σήμερα, ειδικά μεταξύ των νεότερων γενιών.

Μήπως η συγκατοίκηση μετά το διαζύγιο οδηγεί και σε δεύτερες σκέψεις; Το ρεπορτάζ της εφημερίδας δεν κατέγραψε ούτε μία τέτοια περίπτωση, ζευγαριού που να χώρισε και μετά από λίγο καιρό να άλλαξε γνώμη. Ίσα ίσα, που η συγκατοίκηση μπορεί να κρατάει ανοιχτές παλιές πληγές και να εμποδίζει τους ανθρώπους να προχωρούν στη ζωή τους. Τα ζευγάρια χρειάζονται σαφή όρια και ανοιχτή επικοινωνία. Αυτό περιλαμβάνει ρητές συμφωνίες για τις ευθύνες τους και τη διατήρηση του απόρρητου. Προφανώς, επίσης, για όσους έχουν παιδιά είναι ζωτικής σημασίας να μην υπάρχει οποιαδήποτε σύγχυση σχετικά με τη φύση της σχέσης που έχουν πλέον οι δύο γονείς μεταξύ τους μετά το διαζύγιο.