Είναι ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κατέκτησε την Ευρωλίγκα. Και αυτός που στη δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό, μας έχει παρουσιάσει ένα μπάσκετ διαφορετικό, ολοκληρωτικό, που έχει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του. Η ομάδα του, μοιάζει με τον ίδιο: άλλοτε είναι ήρεμη δύναμη, όπως είναι και ο ίδιος μακριά από τα παρκέ και άλλοτε ξεσπάει, εκρήγνυται και παρασέρνει τα πάντα στο διάβα της, όπως και ο ίδιος όταν κοουτσάρει.

Τελικά ποιος ακριβώς είναι ο Γιώργος Μπαρτζώκας; Ένας ροκάς, που παράτησε τη Νομική; Ένας Αριστερός που λατρεύει το μπάσκετ αλλά και το ποδόσφαιρο; Ένας «αρχιτέκτονας» που έχει φτιάξει ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα χωρίς να έχει τα πιο πολυτελή και ακριβά υλικά; Ένας παθιασμένος τύπος, που πικράθηκε από τον τρόπο που έφυγε από τον Ολυμπιακό το 2014 αλλά επέστρεψε το 2020, βάζοντας πάνω από την πικρία του το συναίσθημα και την αγάπη για την ομάδα που υποστηρίζει από μικρό παιδί; Ο Γιώργος Μπαρτζώκας είναι πολλά πράγματα μαζί, πράγματα που κανονικά θα έπρεπε να «τρακάρουν». Αλλά μάλλον γι’ αυτό είναι τόσο ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου αλλά και προπονητή.

Μπαρτζώκας
Την ώρα μιας συνηθισμένης έκρηξης κατά τη διάρκεια του ματς.

Ο «ποδοσφαιρικός» Μπαρτζώκας, ο Παναγιώτης Γιαννάκης και η βαριά σκιά του Ίβκοβιτς

Η ζωή ενός ανθρώπου, είναι γεμάτη από ημερομηνίες και σταθμούς: ως πιτσιρικάς, δεν είχε καμία σχέση με την πορτοκαλί μπάλα, αντίθετα κλωτσούσε – όπως όλα τα παιδάκια της ηλικίας του – τη μπάλα του ποδοσφαίρου. Μια μέρα, το 1977, κλωτσάει το τόπι σε ένα οικόπεδο της οδού Αυτοκράτορος Ηρακλείου. Τυχαία, περνάει από εκεί εκείνη την ώρα ο Ανδρέας Μαρτάκης, έφορος των τμημάτων υποδομής του Γ.Σ. Αμαρουσίου. Στον ξερακιανό Γιώργο, βλέπει κάποιον που θα μπορούσε να «μετακομίσει» στο μπάσκετ – άλλωστε τα ψηλά παιδιά εκείνη την εποχή σπάνιζαν.

Ο Γιώργος ερωτεύεται το μπάσκετ, σε μια εποχή όπου το άθλημα δεν ήταν ιδιαίτερα «ερωτεύσιμο» στην Ελλάδα, πολύ πριν την εποχή του Άρη, του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Ευρωμπάσκετ ’87. Μοιάζει σχεδόν καρμικό, αλλά εκείνη τη χρονιά, το 1987, ο 22χρονος Γιώργος, εγκαταλείπει τα παρκέ ως παίκτης. Είχαν προηγηθεί δυο ρήξεις πρόσθιου χιαστού, πολύς πόνος και αγωνία. Αλλά από τα παρκέ, δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεκόψει. Ξεκινάει να προπονεί ομάδες των βορείων προαστίων της Αθήνας: Πεύκη, Ηράκλειο, Βριλήσσια, Κηφισιά. Μίνι, γυναικείο, παιδικό, εφηβικό, σε ανοιχτά γήπεδα, σε κλειστά γυμναστήρια.

Ημερομηνίες και σταθμοί. 2003. Ο Μπαρτζώκας εργάζεται ως Διευθύνων Σύμβουλος του Κλειστού Γυμναστηρίου του Αγίου Θωμά. Προπονητής στο Μαρούσι, ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Όποιος έχει συναντήσει έστω και μια φορά το Γιαννάκη, θα ξέρει πόσο απολαμβάνει να συζητάει για μπάσκετ με αυτούς που συναντά, να ανταλλάσσει απόψεις, να δίνει ευκαιρίες. Μια τέτοια ευκαιρία δίνει στον Μπαρτζώκα, προσφέροντάς του θέση βοηθού προπονητή στο Μαρούσι.

Ο Μπαρτζώκας πάντα μιλάει με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη για τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον άνθρωπο που του έδωσε την ευκαιρία να γίνει αυτό που έγινε σήμερα. Στο Μαρούσι, για πρώτη φορά, διασταυρώνεται ο δρόμος του με τον Βασίλη Σπανούλη. Βάζει κι αυτός το λιθαράκι του, ώστε να παίξει το Μαρούσι στην Ευρωλίγκα, αναλαμβάνει στη συνέχεια την Ολύμπια Λάρισας, όπου συνεργάζεται με τον – δανεικό από τον Ολυμπιακό – Γιώργο Πρίντεζη. Επιστρέφει στο Μαρούσι, αυτή τη φορά ως πρώτος προπονητής, αναδεικνύεται κορυφαίος προπονητής του 2009-2010 με τον Πανιώνιο, αφήνοντας πίσω του τον Ομπράντοβιτς.

Μπαρτζώκας
Από τα πρώτα του βήματα είναι ο προπονητής που κάνει τους παίκτες του να παίζουν και για εκείνον.


Με αυτήν την «προίκα», αναλαμβάνει να κουβαλήσει το πιο βαρύ φορτίο που μπορεί να τύχει σε έναν προπονητή: να κοουτσάρει τον Ολυμπιακό, τη χρονιά μετά την πρώτη του Ευρωλίγκα, διαδεχόμενος τον Ντούσαν Ίβκοβιτς. Αρκετοί φίλοι της ομάδας είναι προβληματισμένοι, οι δημοσιογράφοι του ασκούν συχνά σκληρή κριτική, μερικοί τον αποκαλούν «Μίστερ Μπιν», μέχρι και αποδοκιμασίες ακούει στη διάρκεια της σεζόν στις πρώτες «στραβές», καθώς η βαριά σκιά του Ίβκοβιτς δεν λέει να φύγει από πάνω του.

Και κάνει το – σχεδόν – αδιανόητο: γίνεται ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κατακτά Ευρωλίγκα, την ίδια ώρα που ο Ολυμπιακός κάνει το back-to-back, κατακτώντας την Ευρωλίγκα δυο συνεχόμενες χρονιές. Στις επινίκιες δηλώσεις του, αντί να πάρει μια γλυκιά ρεβάνς από τους επικριτές του, παραμένει ταπεινός: «Ήταν η τύχη του ατζαμή. Βρέθηκα την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη ομάδα και δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά», είπε και έκανε στην άκρη για να πέσουν οι προβολείς της δόξας στους παίκτες του και να μιλήσουν οι ιδιοκτήτες της ομάδας, οι αδελφοί Αγγελόπουλοι.

Αριστερό εξτρέμ

Λέγαμε παραπάνω ότι μέχρι τα 12 του χρόνια, που γνωρίστηκε με το μπάσκετ και το ερωτεύτηκε παράφορα, κλώτσαγε τη μπάλα του ποδοσφαίρου. Αυτοί που τον θυμούνται να κλωτσάει το τόπι, λένε ότι ήταν εξαιρετικός χειριστής της μπάλας, με κλειστή ντρίμπλα και καλό κεφάλι. Κανείς δεν ξέρει αν θα έκανε καριέρα ως ποδοσφαιριστής, το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι θα έπαιζε Αριστερά. Πιθανότατα Αριστερό Εξτρέμ.

Ο πατέρας του, Ανδρέας, υπήρξε ασυμβίβαστος αγωνιστής της Αριστεράς, με αντιστασιακή δράση δεκαετιών, φυλακίσεις, εξορίες και συμμετοχή στην περίφημη απόδραση από τη φυλακή των Βούρλων, το 1955, μαζί με άλλους 26 υπόδικους κομμουνιστές που αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή ως «κατάσκοποι της Σοβιετικής Ένωσης». Για τέσσερις μήνες έσκαβαν κρυφά, ξεκινώντας κάτω από ένα κρεβάτι του κελιού 13 της Γ’ Ακτίνας, στο οποίο κοιμόταν ο Ανδρέας Μπαρτζώκας. Δημιούργησαν μια υπόγεια σήραγγα περίπου 20 μέτρων, η οποία περνούσε κάτω από τον παράπλευρη οδό Δογάνης και κατέληγε στα λουτρά του εργοστασίου λουλακιού της Ντεστρέ.

Την περίοδο της χούντας, με τον γιο του σε νηπιακή ηλικία, ήταν εξόριστος στη Γυάρο και στο Παρθένι της Λέρου – εκεί πήγαινε ο Γιώργος για να τον δει.

«Όταν ήμουν μικρός, τον καιρό της Χούντας, θυμάμαι να μπουκάρουν ασφαλίτες στο σπίτι μας και να ψάχνουν κάτω από τα κρεβάτια όπου κοιμόμουν εγώ και η αδελφούλα μου. Τελικά έπιασαν τον καταζητούμενο πατέρα μου, το 1967, στη σκάλα του αεροπλάνου, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει για το Παρίσι. Ακολούθησαν φυλακές και εξορίες, έχω εικόνες από τόπους μαρτυρίου όπως η Λέρος. Για δέκα χρόνια η οικογένεια έζησε χωρίς τον πατέρα μου. Δεν είχαμε εισοδήματα, μας τάιζαν οι θείοι μου. Του το έχω καταλογίσει σε έναν μικρό βαθμό αυτό, όσο υπερήφανος και αν νιώθω που είμαι γιος του. Μπορούσε να υπογράψει και να βγει. Δεν το έκανε. Έζησε τα προαιώνια διλήμματα, όλων των επαναστάσεων», έχει πει ο Γιώργος Μπαρτζώκας σε συνέντευξή του στο Νίκο Παπαδογιάννη.

Ο οικογενειακός τους κύκλος περιλάμβανε προσωπικότητες όπως ο Ηλίας Ηλιού, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Μίκης Θεοδωράκης. Έτσι μεγάλωσε, με αυτή την κληρονομιά από τον πατέρα του, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγα χρόνια, σε ηλικία 90 ετών. Είναι πολιτικοποιημένος αλλά προτιμά να μιλά γι’ αυτό που ξέρει καλύτερα, για το μπάσκετ: «Έχω συμμετάσχει σε περισσότερες πολιτικές συζητήσεις, παρά αθλητικές! Ωστόσο, δεν έχω δικαίωμα να επηρεάσω κανέναν. Αν είμαι γνωστός, είναι επειδή ξέρω να μπιστάω μια μπάλα. Η πρωτοβουλία ανήκει στους ανθρώπους του πνεύματος, όχι του αθλητισμού. Ο αθλητής οφείλει να έχει φωνή, για να υπερασπίζεται τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του. Όχι για να υπαγορεύσει στον πολίτη τι να επιλέξει, εκτός πια αν μιλάμε για ακραίες περιπτώσεις τύπου Τραμπ!», είχε πει στην ίδια συνέντευξη.

Μπαρτζώκας

2014: η ήττα από τα «δεύτερα» του Παναθηναϊκού και ο χαμός στο πάρκινγκ του ΣΕΦ

Η πρώτη του θητεία στον πάγκο του Ολυμπιακού λήγει άδοξα το 2014. Ο Παναθηναϊκός, με ένα ρόστερ φανερά υποδεέστερο απ’ αυτό του Ολυμπιακού, καταφέρνει να κερδίσει στο τέλος τον αγώνα Κυπέλλου με μια τρελή κούρσα και ένα κάρφωμα του Μπατίστα. Όταν η αποστολή του Ολυμπιακού επιστρέφει στο ΣΕΦ, εκεί περιμένουν φίλοι της ομάδας που είναι «στα κάγκελα». Οι παίκτες και – κυρίως – ο Μπαρτζώκας ακούνε βαριές κουβέντες, κάποιοι λένε πως έπεσα και μερικές «ψιλές».

Ο Μπαρτζώκας αναλαμβάνει την ευθύνη για την ήττα και παραιτείται. Για το περιστατικό έχει πει σχετικά στο podcast του Τζο Αρλάουσκας: «Βασικά ήταν επειδή χάσαμε από τον Παναθηναϊκό στο Κύπελλο με ένα buzzer beater. Είχε προηγηθεί και η ήττα μας στους τελικούς του πρωταθλήματος. Μετά την ήττα στο Κύπελλο, οπαδοί μας περίμεναν στο γήπεδό μας και το πάθος ξεχείλιζε. Ήθελαν να με ωθήσουν σε παραίτηση. Όταν είδα αυτό το αίσθημα στον κόσμο να εκφράζει με αυτόν τον άσχημο τρόπο τα συναισθήματά του, αποφάσισα να φύγω μόνος μου. Είπα πως ήταν αρκετά για μένα κι έπρεπε να σταματήσω, αν και δεν ήταν εύκολο. Η αγάπη μου για την ομάδα δεν άλλαξε ποτέ. Στην Ελλάδα λέμε πως δεν μπορείς να αλλάξεις ποτέ ομάδα. Αν είσαι Ολυμπιακός, θα πεθάνεις Ολυμπιακός».

Για εκείνη την ταραχώδη περίοδο, είπε στη συνέντευξη στο Νίκο Παπαδογιάννη: «Όταν σε μία ομάδα λαϊκής βάσης απαιτούν οι φίλαθλοι να φύγεις, πρέπει να φύγεις. Δεν γίνεται διαφορετικά. Εκείνοι το απαίτησαν. Δεν δέχονται να χάνουν από τον Παναθηναϊκό. Οι Αγγελόπουλοι μου ζήτησαν να μείνω και μάλιστα περισσότερες από 2-3 φορές. Αλλά αποφάσισα με γνώμονα το συναίσθημα.

Ξέρω ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν είναι αυτοί οι λίγοι που ήρθαν στο πάρκινγκ, αλλά δεν το έχω μετανιώσει, ούτε θεωρώ ότι ήταν θυσία. Και πάλι έτσι θα το χειριζόμουν, αν γύριζα τον χρόνο πίσω. Θα ήταν λάθος για τη διοίκηση που βάζει 10-12 εκατομμύρια τον χρόνο, να έχει τον κόσμο στα χαρακώματα. Κάποιος θα πει ότι οι δυνατοί δεν παραιτούνται. Αλλά υπάρχει και η ευθιξία».

20 μήνες μετά το συμβάν στο πάρκινγκ, σε ερώτηση δημοσιογράφου για το θέμα αυτό απάντησε: «Ας απαντήσει ο Ολυμπιακός τι έγινε τότε…». Σε δηλώσεις του ύστερα από καιρό έχει αναφέρει πως για αρκετούς μήνες δεν παρακολουθούσε τον Ολυμπιακό, θεωρώντας πως αυτό θα έκανε κακό στον εαυτό του.

Η αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό, θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική για την καριέρα του. Εκείνος πήγε στη Λοκομοτίβ Κουμπάν και δεν έκανε απλά restart, έκανε «παπάδες»: μπήκαν στην Ευρωλίγκα με wild card και έφτασαν ως το φάιναλ-φορ. Όσο για τους φίλους του Ολυμπιακού που έλεγαν ότι έχει κόμπλεξ με τον Παναθηναϊκό και δεν μπορεί να τον κερδίσει; Με τη Λοκομοτίβ τον κέρδισε 3 φορές σε 4 αγώνες. Ακολούθησε η Μπαρσελόνα, η Χίμκι και η επιστροφή του στον Ολυμπιακό το 2020. Ο χρόνος, λένε, είναι ο καλύτερος γιατρός.

Μπαρτζώκας
Ο κοούτς Μπαρτζώκας σεληνιάζεται την ώρα του αγώνα: Φωνάζει, χειρονομεί, ρίχνει και μερικά «καντήλια».

Δόκτορ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ

Στον πάγκο είναι δυναμίτης. Κάνει το σταυρό του πριν το τζάμπολ με την ίδια ταχύτητα που εκτοξεύει «καντήλια» στη διάρκεια του αγώνα. Χειρονομεί, κάνει γκριμάτσες, σηκώνεται, κάθεται, «τσακώνεται» με τους παίκτες του και με τους διαιτητές. Το ζει πιο έντονα από κάθε οπαδό της ομάδας. Αλλά όταν τελειώνει το παιχνίδι, πατάει το διακόπτη και είναι ένας άλλος άνθρωπος. Κόουτς Μπαρτζώκας και Γιώργος, σαν να λέμε Δόκτορ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ: πράος, ήρεμος, χαμογελαστός, χαλαρός. Όταν το μυαλό του δεν είναι στο μπάσκετ, είναι στις δυο γυναίκες της ζωής του, τη σύζυγό του Αθηνά και την κόρη του Ανδριάννα.

Οι φίλοι του λένε πως οι αναλύσεις του για το ποδόσφαιρο και τις τακτικές των κορυφαίων ομάδων δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τις αντίστοιχες μπασκετικές. Είναι λάτρης του ποδοσφαίρου και φανατικός οπαδός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από τότε που η ομάδα αγωνίστηκε για μια χρονιά στη Β’ κατηγορία της Αγγλίας, αρχές του ’70. Ο θείος του, ο Χρήστος, τον μύησε στον κόσμο της Γιουνάιτεντ, φέρνοντάς του από την Αγγλία μια φανέλα του Λου Μακάρι. Δηλώνει θαυμαστής του Σερ Αλεξ Φέργκιουσον για τον λόγο ότι ο Σκοτσέζος προπονητής είχε το πνεύμα του νικητή, ακόμα και όταν «πάτησε» τα 70 και έχει τρελή αδυναμία στο δίδυμο Γκιγκς και Σκόουλς αλλά και στον Καντονά, διότι νιώθει ότι η φιλοσοφία τους, ταιριάζει με τη δική του.

Όταν δεν «τρελαίνεται» με τον Ολυμπιακό, τρελαίνεται με τη ροκ μουσική. Οι συμμαθητές του στη Βαρβάκειο τον θυμούνται για τα μακριά, ατίθασα, σπαστά μαλλιά του και την τσάντα του που ήταν γεμάτη από ονόματα συγκροτημάτων που λάτρευε με πρώτους και καλύτερους τους Led Zeppelin και τους Rolling Stones. Κι όταν δεν «κουρδίζει» τους παίκτες του, κουρδίζει την ηλεκτρική κιθάρα που έχει προμηθευτεί εσχάτως και προσπαθεί να μάθει. Ηλεκτρική κιθάρα με ενισχυτή φυσικά, διότι για να ηρεμήσει εκείνος, πρέπει να αναστατώνονται οι υπόλοιποι… Ας είναι!

Μπαρτζώκας
Εκτός από το μπασκετικό, ο Μπαρτζώκας διακρίνεται και για το προσωπικό του στιλ.

Πέρα από τη ροκ, ο Μπαρτζώκας ενδιαφέρεται -στο μέτρο που τον αναλογεί, και για το στιλ του. Έστω και αν δεν το δείχνει… Η επιλογή των κοστουμιών, αλλά και των παπουτσιών, του ίδιου και του προπονητικού staff είναι δική του. Και μοντέρνα. Είτε πρόκειται για το total blue black κοστούμι με μπλε tone sur tone γραβάτα και μαύρα ημιαθλητικά παπούτσια με λευκές σόλες. Είτε για το γκρίζο, με λευκό πουκάμισο και με μπλε ή μπορντό – όχι κόκκινη – γραβάτα, όπως θα περίμενε κανείς.

Το κόψιμο είναι πάντα fit και μοντέρνο και στο σακάκι και στα παντελόνια. Κοντό σακάκι με μανίκια που να φαίνεται το πουκάμισο και παντελόνι που ίσα ίσα ακουμπάει στα παπούτσια. Ο μόνος προπονητής που του πάει κόντρα στο στιλ είναι ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, αλλά ο Μπαρτζώκας τον κερδίζει συνέχεια στο γήπεδο.

Μπαρτζώκας
Η περίφημη μπορντό γραβάτα του, όταν φοράει γκρι κοστούμι.

Λέγεται πως όταν κάποιος του είπε πως το σκούρο look θυμίζει «νεκροθαφτη», απάντησε με πολύ χιούμορ και γελώντας, «έτσι θέλω, για να τους κάνω την κηδεία!», εννοώντας τους αντιπάλους.

Μπαρτζώκας
Το signature look του κόουτς Μπαρτζώκα.

Το «εμείς» πάνω από το «εγώ» και ο «Φάκελος Σπανούλη»

Ο κόουτς Μπαρτζώκας δεν προσπαθεί ποτέ να καρπωθεί μεγαλύτερο μερίδιο στην επιτυχία, απ’ αυτό που του αναλογεί: όταν θα τον πάρουν τηλέφωνο φίλοι και γνωστοί για να τον συγχαρούν, ποτέ δεν θα πει «ευχαριστώ», αλλά «ευχαριστούμε», αναγνωρίζοντας ότι η επιτυχία ανήκει σε όλους, όσο κι αν εκείνος κινεί τα νήματα πριν τους αγώνες και κουνάει τη μπαγκέτα κατά τη διάρκειά τους.

Αυτός ο εκρηκτικός άνθρωπος, που μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτες φράσεις στον πάγκο όταν νιώθει ότι τον αδικούν οι διαιτητές ή ξεσπάει όταν οι παίκτες του δεν εκτελούν αυτό που έχει σχεδιάσει στο πινακάκι του, είναι ο μεγαλύτερος υπέρμαχος της πειθαρχίας.

Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θέλει οι παίκτες του να είναι «ρομπότ», δεν προσπαθεί ούτε να τους ευνουχίσει, ούτε να τους στερήσει το δικαίωμα στην «ιδιωτική πρωτοβουλία», όπως έχει κατηγορηθεί ότι κάνει ο Γιασικεβίτσιους στη Βαρκελώνη, αλλά απεχθάνεται το άναρχο μπάσκετ και το «ένας εναντίον όλων».

Αυτός είναι και ο λόγος που δεν κρυφοκοίταξε αυτά τα χρόνια που είναι στην ομάδα παίκτες σαν τον Μπέικον ή τον Τζέιμς ή τον Σβεντ, παίκτες δηλαδή που θέλουν πολύ τη μπάλα στα χέρια τους, που παίρνουν πολλές επιθέσεις, που πασάρουν σπάνια και δεν δείχνουν ιδιαίτερη επιθυμία να παίξουν άμυνα. Είναι όμως δίκαιος απέναντι σε όλους και επιβραβεύει τη σκληρή δουλειά στην προπόνηση και την πρόοδο που δείχνουν οι παίκτες του.

Στα δικά του χέρια ο Βεζένκοφ έγινε ο καλύτερος παίκτης της Ευρωλίγκας – αλλά με «συνταγή Μπαρτζώκα»: δεν θα παραμελήσει ποτέ τα αμυντικά του καθήκοντα μπροστά στο σκοράρισμα, δεν θα αδιαφορήσει ποτέ για ένα αμυντικό ριμπάουντ προκειμένου να τρέξει στον αιφνιδιασμό. Στα χέρια του ο Ουόκαπ έχει γίνει ένα πραγματικό «βαρόμετρο» της ομάδας, ο Λαρεντζάκης έγινε game – changer, ο Φαλ έγινε ένα play – maker 220 εκατοστών, ο Παπανικολάου ζει μια δεύτερη νιότη – κι όλα αυτά με τους δυο εμβληματικούς αρχηγούς, Σπανούλη και Πρίντεζη, να έχουν πλέον αποστρατευτεί.

Μπαρτζώκας
Ο Μπαρτζώκας είναι η αιτία για την αναγέννηση του ρόστερ του Ολυμπιακού.


Σε ό,τι έχει να κάνει με το Βασίλη Σπανούλη και τον τρόπο που τελείωσε η συνεργασία τους, έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά: ότι ο Μπαρτζώκας «τέλειωσε τον Σπανούλη», ότι «δεν τον ήθελε», ότι «του έκοψε το μπάσκετ», «δεν τον σεβάστηκε» και άλλα παρόμοια.

Η αλήθεια, είναι εντελώς διαφορετική: ο Μπαρτζώκας αγαπάει πολύ τον Σπανούλη και τον σέβεται όσο ελάχιστους παίκτες. Μόνο που ο κόουτς, ακριβώς επειδή είχε «σκοτώσει τον παίκτη μέσα του» πριν από πολλά – πολλά χρόνια, μπορούσε να δει κάτι που ο μπασκετμπολίστας Σπανούλης δεν μπορούσε – τότε – να δει: ότι ο χρόνος δεν κάνει διακρίσεις σε κανέναν, ότι δεν μπορείς στα 37 ή τα 38 να παίζεις όπως στα 30 (εκτός αν είσαι ο Λεμπρόν). Ότι η επιθυμία σου να παίζεις, να κερδίζεις, να παίρνεις τα κρίσιμα σουτ, θολώνει την κρίση. Και τελικά ότι όσο επιμένεις να πιστεύεις ότι είσαι ο Σούπερμαν, τόσο πιο πιθανό είναι να κάνεις κακό στον εαυτό σου και την ομάδα σου.

Ο μπασκετικός εγωισμός του Σπανούλη, του έλεγε ότι όσο φόραγε τη φανέλα της ομάδας, θα ήταν ο ηγέτης της. Ο ορθολογισμός του Μπαρτζώκα, του έλεγε ότι ο Ολυμπιακός έπρεπε να απογαλακτιστεί από τον αρχηγό του, να παίξει ένα διαφορετικό μπάσκετ, να χρίσει ηγέτη το Σλούκα, να αναδείξει νέους πρωταγωνιστές, να γίνει περισσότερο ομάδα «των πολλών» και λιγότερο του «ενός». Όταν ο Σπανούλης τελικά το κατάλαβε αυτό, αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του και να φορέσει το προπονητικό του κοστούμι, μένοντας πάντα στα παρκέ, από το ρόλο του προπονητή αυτή τη φορά. Και στους πρώτους του μήνες ως head-coach του Περιστερίου, δείχνει ότι έχει «δανειστεί» πολλά καλά πράγματα από τον Μπαρτζώκα – ίσως και μερικά «στραβά», όπως τα νεύρα του…