Ο κόσμος μαζικά στους δρόμους, φωνάζει, διαμαρτύρεται, θυμώνει. Η αστυνομία αντιδρά με βία και δακρυγόνα, τα πράγματα ξεφεύγουν. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή. Η Γαλλία σε βαθιά αναταραχή, η κοινωνία πληγωμένη και σαστισμένη. Και κανείς δεν ξέρει πόσο μακριά μπορεί να φτάσουν οι αντιδράσεις μετά την απόφαση-έκπληξη του Εμμανουέλ Μακρόν και της εξ αυτού ελεγχόμενης πρωθυπουργού, Ελιζαμπέτ Μπορν να ενεργοποιήσουν το άρθρο 49.3 που τους δίνει τη δυνατότητα να περάσουν τη μεταρρύθμιση για τις συντάξεις, δίχως να απαιτείται η έγκριση της Εθνοσυνέλευσης.

Τι λέει αυτό το άρθρο; «Ο Πρωθυπουργός μπορεί, μετά από εισήγηση του Υπουργικού Συμβουλίου, να αναλάβει την ευθύνη της Κυβέρνησης ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης για τη ψήφιση νομοσχεδίου για τα οικονομικά ή τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, το σχέδιο αυτό θεωρείται εγκριθέν, εκτός αν ψηφιστεί πρόταση μομφής, που κατατεθεί εντός του επόμενου εικοσιτετραώρου».

Μακρόν

Χωρίς πλειοψηφία, αργά ή γρήγορα εκεί θα κατάληγε

Η κίνηση αυτή έγινε από πλευράς Μακρόν μόλις κατάλαβε πως δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Δεν του έβγαιναν τα κουκιά. Το κόμμα του έχει απωλέσει την κυβερνητική πλειοψηφία μετά το αποτέλεσμα-έκπληξη στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Κάτι που εξ αρχής σήμαινε πως η δεύτερη θητεία του θα ‘ταν πολύ δύσκολη. Η ηχηρή επιβεβαίωση έρχεται αυτές τις μέρες.

Με δεδομένο ότι στο μπλοκ συνασπισμού της Αριστεράς (Nupes) και πολύ περισσότερο στην άκρα Δεξιά της Μαρίν Λε Πεν (Εθνικός Συναγερμός) δεν έχει γέφυρες επικοινωνίας, για να περάσει το νόμο στηριζόταν στους 61 βουλευτές των συνήθως «μπόσικων» γι’ αυτόν, Ρεπουμπλικάνων. Μόνο που τώρα ήταν αλλιώς.

Αυτή τη φορά υπήρχαν πολλοί αντιρρησίες σε αυτή τη συντηρητική πολιτική πτέρυγα, οι οποίοι πολύ δύσκολα θα κάμπτονταν – αν κάμπτονταν. Δεν είναι απαραίτητα πως δεν συμφωνούν με το βασικό στοιχείο της μεταρρύθμισης, ήτοι την αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Αλλά δεν ήθελαν, ενώ μπορούν να το αποφύγουν, να εμπλακούν με κάτι που για πολλούς θα ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία.

Το επίμαχο άρθρο που γεννά συζητήσεις και πάθη

Οπότε ο Μακρόν προτίμησε να αποφύγει το ρίσκο να φέρει το νομοσχέδιο προς ψήφιση. Παίρνοντας ένα άλλο. Μεγαλύτερο; Πιθανότατα. Η αντιπολίτευση, η κοινή γνώμη θεωρούν πως πρόκειται για κατάχρηση εξουσίας για μια κίνηση με εσάνς απολυταρχικού καθεστώτος.

Κι ας μην έχει κάνει τίποτα το παράτυπο ο 45χρονος πρόεδρος, πάντως. Είναι δικαίωμα που του δίνει ο νόμος και κάτι κάθε άλλο παρά καινούριο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει για 100η φορά την περίοδο της λεγόμενης 5ης Δημοκρατίας (από το 1958 δηλαδή κι έπειτα).

Ήταν μια λύση που είχαν βρει οι νομοθέτες τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν δε στέριωνε κυβέρνηση με τίποτα. Με την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιούταν κατ’ εξαίρεση για να περάσει κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε για το όφελος της κοινωνίας.

Πώς ορίζεται όμως αυτό το γενικό καλό; Ποιος αποφασίζει; Πού μπαίνει η γραμμή; Πώς διασφαλίζεται ότι θα γίνει ορθή χρήση αυτού του προνομίου; Να τα ερωτήματα που ακούγονται, πιο δυνατά από ποτέ. Ειδικά αν αναλογιστούμε πως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2008, είχε αποφασιστεί να περιοριστεί αισθητά το δικαίωμα επίκλησης του άρθρου.

Το κατά Μακρόν «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε»

Ο Μακρόν όμως, είναι ανένδοτος και αμετανόητος. Εμφανίζεται επίσης πρόθυμος να αναλάβει το κόστος, καθώς όπως λέει και ξαναλέει «είτε κάνουμε τώρα τη μεταρρύθμιση είτε χρεοκοπούμε μετά από λίγα χρόνια καθώς δεν θα έχουμε τα λεφτά για να πληρώσουμε τις συντάξεις ενώ ο πληθυσμός γερνάει».

Βλέπει τον εαυτό του ως «σωτήρα» του έθνους, που θα μεταμορφώσει τη Γαλλία, κάνοντάς την πιο δυναμική, πιο ανταγωνιστική. Πιστεύει πως μπορεί να βγει νικητής από αυτή τη μάχη, ενισχύοντας την προεδρική εξουσία απέναντι σε ένα «ανήσυχο» κοινοβούλιο το οποίο πλέον δεν ελέγχει. Γι’ αυτό άλλωστε αποφάσισε να παίξει «επιθετικά», να ρισκάρει.

Για να «πέσει» η κυβέρνηση της Μπορν, οι προτάσεις μομφής (δεν θα ‘ναι μόνο μια) που θα τεθούν προς συζήτηση από την προσεχή Δευτέρα (20/3) θα πρέπει να ψηφιστούν από την απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή 289 «κουκιά» (577 το σύνολο). Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να τη ψηφίσουν περίπου 20-30 από τους 61 βουλευτές των Ρεπουμπλικανών, σενάριο που συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες. Επίσης, ποτέ για παράδειγμα οι αριστεροί δεν θα ψήφιζαν κάτι που προτείνει η Λε Πεν. Διαβάζεται και αντίθετα.

Μακρόν

Όλοι και όλα εναντίον του Μακρόν – Μπορεί άραγε ακόμα να το γυρίσει;

Ο «στρατηγός» Μακρόν λοιπόν φαίνεται ασφαλής σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Μακροπρόθεσμα όμως, σε βάθος της 4ετίας που του απομένει μετά την περσινή επανεκλογή του; Πώς μπορεί να κυβερνήσει πραγματικά αν η κοινωνία είναι εναντίον του, όταν είναι τόσο απομονωμένος πολιτικά και κοινωνικά;

Είναι χαρακτηριστικό πως στις δημοσκοπήσεις τα 2/3 των Γάλλων είναι κατά της μεταρρύθμισης και της «παράκαμψης» του κοινοβουλίου και ότι τα ΜΜΕ τον έστησαν στον τοίχο στη συντριπτική τους πλειονότητα λέγοντας ότι βάζει τη χώρα σε μεγάλη περιπέτεια και τορπιλίζει την πολιτική και κοινωνική ειρήνη.

Και ποσώς θα μετράει αν θα έχει περάσει διεθνώς την εικόνα του πολιτικού που «δεν φοβάται να δράσει μη δημοφιλώς στο τώρα προκειμένου να διασφαλίζει το αύριο της πατρίδας του, προβαίνοντας σε επώδυνες αλλά γενναίες θυσίες» – κάπως έτσι τέλος πάντων θα ειπωθεί.

Η ρήξη έγινε, από εδώ και στο εξής η πολιτική αναταραχή είναι δεδομένη και απρόβλεπτη. Ενώ είναι σίγουρη η συνέχιση και εντατικοποίηση των κινητοποιήσεων των συνδικάτων, μέσω απεργιών και διαδηλώσεων. Και ο Μακρόν φαίνεται να έχει ξεμείνει από συμμάχους.

Μακρινή ανάμνηση το 2017 όταν ήρθε σαν σαρωτικός αέρας στο πολιτικό τοπίο της Γαλλίας ανατρέποντας τους παραδοσιακούς συσχετισμούς και πολλά από τα καθιερωμένα. Παρουσίαζε εαυτόν ως φορέα ενότητας, αλλά στην πράξη απομάκρυνε περισσότερο τους πολίτες από την πολιτική, κάνοντάς τους να νιώθουν πως η δημοκρατία δεν λειτουργεί.

Απέτυχε να εμπνεύσει, να επικοινωνήσει σωστά με τον κόσμο, ακόμα και όσα καλά έχει κάνει (όπως τη μείωση της ανεργίας) δυσκολεύεται να τα «πουλήσει». Οπως εύστοχα έχει τεθεί: Ο Μακρόν μπορεί και να πέτυχε. Ο Μακρονισμός, όχι.

Photo credits: Shutterstock