Περισσότερα από 35.000 περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης ή σεξουαλικής βίας -από υποτιμητικά σχόλια έως βιασμό– καταγγέλθηκαν κατά την πενταετία 2017 – 2022 από 212 ιδρύματα του NHS στη Βρετανία.

Ο βιασμός, η σεξουαλική επίθεση ή το άγγιγμα χωρίς συγκατάθεση αντιστοιχούσαν σε περισσότερες από μία στις πέντε περιπτώσεις. Τα περισσότερα περιστατικά, συγκεκριμένα το 58%, αφορούσαν σεξουαλικές επιθέσεις και παρενοχλήσεις από ασθενείς στο προσωπικό του NHS.

Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από το British Medical Journal (BMJ) και τον Guardian και μοιράστηκαν με το BBC File on 4, στο πλαίσιο για την ελευθερία της πληροφόρησης (FoI).

Η έρευνα των Guardian και BMJ διαπίστωσε ότι τα ιδρύματα κατέγραψαν 35.606 περιστατικά σεξουαλικής ασφάλειας, ένας όρος που καλύπτει ένα φάσμα από προσβλητικά σχόλια έως βιασμό, τα οποία φέρεται να διαπράχθηκαν από προσωπικό, ασθενείς ή επισκέπτες σε νοσοκομεία του NHS στην Αγγλία μεταξύ 2017 και 2022.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, τουλάχιστον το 20% των περιστατικών αφορούσαν βιασμό, σεξουαλική επίθεση ή ακατάλληλη σωματική επαφή – συμπεριλαμβανομένου του φιλιού. Άλλες περιπτώσεις περιλάμβαναν σεξουαλική παρενόχληση, παρακολούθηση και προσβλητικά ή εξευτελιστικά σχόλια. Μία στις πέντε περιπτώσεις αφορούσε ασθενείς που κακοποιούσαν άλλους ασθενείς – αν και δεν παρείχαν όλα τα ιδρύματα λεπτομερή ανάλυση.

Εν τω μεταξύ, η αστυνομία κατέγραψε σχεδόν 12.000 καταγγελίες για σεξουαλικά εγκλήματα σε χώρους του NHS κατά την ίδια χρονική περίοδο – συμπεριλαμβανομένων 180 περιπτώσεων βιασμού παιδιών κάτω των 16 ετών, με τέσσερα παιδιά κάτω των 16 ετών να βιάζονται ομαδικά.

Οι εμπειρογνώμονες προειδοποίησαν ότι τα στοιχεία είναι πιθανό να είναι σοβαρά υποεκτιμημένα, καθώς το προσωπικό συχνά αποτρέπεται από το να κάνει καταγγελίες όταν οι ασθενείς το κακοποιούν.

Η περίπτωση της Κέιτι

Η Κέιτι, η οποία δε θέλει να μιλήσει με το πραγματικό της όνομα, γιατρός στη νοτιοανατολική Αγγλία, δήλωσε στον Guardian πως οι ασθενείς προέβαιναν σε σεξουαλικά σχόλια από τότε που η ίδια ήταν φοιτήτρια.

«Πάντα άκουγα σεξουαλικά υπονοούμενα από τους ασθενείς», είπε. «Μια φορά, όταν έπρεπε να πλησιάσω το πρόσωπο ενός ασθενούς για να εξετάσω τα μάτια του, ο ασθενής άρχισε να γλείφει τα χείλη του. Ήμουν 19 ή 20 ετών τότε και ο σύμβουλος είχε φύγει από το δωμάτιο – ήμουν εντελώς τρομοκρατημένη».

Ακόμη, πρόσθεσε πως έχει ακούσει πολλά ανάρμοστα σχόλια, όπως όταν ρωτήθηκε αν θα «ευχαριστούσε» έναν άνδρα ασθενή. Η ίδια δήλωσε πως δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν για αυτό που της συνέβαινε καθώς οι περισσότεροι ανώτεροί της ήταν εκφοβιστικοί και ίσως να μην τη πίστευαν.

Η Deeba Syed, ανώτερος νομικός υπάλληλος στη γραμμή βοήθειας για τα Δικαιώματα των Γυναικών, δήλωσε στον Guardian: «Οι γυναίκες μας λένε ότι αναμένεται να συνεχίσουν να φροντίζουν ασθενείς που τις κακοποιούν ή τις παρενοχλούν χωρίς να καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να προστατευθούν επαρκώς από περαιτέρω παρενόχληση. Ακούμε ανησυχητικές αναφορές για γυναίκες που τις πιέζουν να μη μιλήσουν και αντ’ αυτού τις μεταφέρουν σε διαφορετικά τμήματα ή νοσοκομεία».

Η Σαρλοτ Μίλερ μπορεί και θέλει να μιλήσει ανοιχτά

Ορισμένοι εργαζόμενοι στο NHS αισθάνονται ότι μπορούν να μιλήσουν. Η Charlotte Miller, νοσοκόμα στο σταθμό ασθενοφόρων του Westminster, στο Λονδίνο, είπε ότι η συμπεριφορά των εργοδοτών της ήταν «απίστευτη» καθώς τη βοήθησαν πάρα πολύ όταν τους ανέφερε ότι κακοποιήθηκε ενώ παρακολουθούσε έναν ασθενή στην Edgware Road, στο δυτικό Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 2022. Ο συγκεκριμένος ασθενής φυλακίστηκε για εννέα μήνες τον Νοέμβριο του 2022.

«Ο ασθενής είχε ήδη πει σε εμένα και στον φίλο μου, όταν μας κοίταζε ότι ”είμαστε σέξι” αλλά μετά με έπιασε από το παντελόνι. Ήμουν πραγματικά σοκαρισμένη. Είχα ακούσει πολλά σεξιστικά σχόλια στο παρελθόν, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος προσπάθησε να με ακουμπήσει. Δεν ήξερα τι θα έκανε μετά» δήλωσε η Μίλερ μιλώντας στον Guardian.

Μόλις η ίδια τηλεφώνησε για βοήθεια, κλήθηκε η αστυνομία και ο σταθμός της έστειλε έναν συνάδελφό της, μαζί με έναν αξιωματικό αντιμετώπισης περιστατικών. «Είχα όλα αυτά τα τηλεφωνήματα από διάφορους διευθυντές για να βεβαιωθώ ότι ήμουν καλά, μου είπαν να κλείσω την υπόλοιπη βάρδια μου και να πάω σπίτι να ξεκουραστώ. Με έλεγχαν συνεχώς τις επόμενες μέρες και με βοηθούσαν ενώ έκανα τις δηλώσεις μου στην αστυνομία. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερη διαχείριση, αν είμαι ειλικρινής. «Ελπίζω ότι αυτό θα ενθαρρύνει άλλους ανθρώπους να έχουν την εμπιστοσύνη να αναφέρουν αυτά τα πράγματα», είπε.