Σφοδρές είναι οι αντιδράσεις ολόκληρου του νομικού κόσμου της χώρας, σχετικά με το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με το οποίο αλλάζουν ξανά για έκτη φορά από το 2019 (από την κυβέρνηση της ΝΔ) ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

Ρεπορτάζ: Δανάη Κισκήρα-Μπαρτζώκα

Όπως λένε η θετική διάταξη σχετικά με την επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης της απιστίας τραπεζικών στελεχών προβάλλεται επικοινωνιακά έτσι ώστε να καλυφθούν οι διατάξεις εκείνες που μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα σε καταδίκες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο πλαίσιο παραβίασης θεμελιωδών διατάξεων της δίκαιης δίκης

Το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο φέρνει αντιμέτωπους κυβέρνηση και νομική κοινότητα αποτελείται από περαιτέρω αυστηροποίηση των ποινών, περιστολή των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, καταπάτηση του κράτους δικαίου, απαξίωση δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων και τιμωρητικές διατάξεις.

Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τις ποινές, παρατηρείται μία οπισθοδρόμηση και συντηρητικοποίηση των Κωδίκων αφού προβλέπεται αύξηση του ανωτάτου ορίου κάθειρξης για κακουργήματα από τα 15 στα 20 έτη. Αύξηση του ανωτάτου ορίου κάθειρξης επί συρροής κακουργημάτων στα 25 έτη (από 20) και επί συρροής πλημμελημάτων στα 10 έτη (από 8).

Ταυτόχρονα μάλιστα, προβλέπεται αυστηροποίηση των προϋποθέσεων υφ’ όρον απόλυσης. Όπως αναφέρει το νομοσχέδιο, η αποφυλάκιση υπό όρους θα εναπόκειται στην ουσιαστική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ανάλογα με την επικινδυνότητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη, ανεξαρτήτως τυπικών προϋποθέσεων συμπλήρωσης χρόνου κράτησης. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την έννοια του σωφρονισμού αφού, η ποινή στον κατηγορούμενο έχει επιβληθεί ήδη από το δικαστήριο και αυτή σε ένα Κράτος Δικαίου δεν γίνεται να επεκτείνεται σε δεύτερο χρόνο από τον σωφρονιστικό νομοθέτη.

Με πρόσχημα το σοβαρό και πραγματικό πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης, το υπουργείο προάγει την αδιαλλαξία και την υπερφόρτωση των Καταστημάτων Κράτησης, αφού πλέον οι μικροπαραβάτες οι οποίοι διώκονται με πλημμελήματα, θα οδηγούνται κατευθείαν στη φυλακή.

Παράλληλα, όπως αναφέρουν νομικοί, την ώρα που δίνεται η δυνατότητα έκτισης της ποινής, στα πλημμελήματα και μάλιστα σε ποινές φυλακίσεως ιδιαιτέρως μικρές, δεν αλλάζει το πλαίσιο της αναστολής στην έφεση για τα κακουργήματα, πράγμα που μπορεί να έχει ως παράδοξο αποτέλεσμα κάποιος να μπαίνει φυλακή καταδικασμένος σε 4 χρόνια για πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα ενώ κάποιος ο οποίος έχει καταδικαστεί σε 13 χρόνια με αναστολή για κακούργημα να μένει ελεύθερος μέχρι να εκδικαστεί το εφετείο του.

Ακόμα ένα σημείο του νέου νομοσχεδίου που προβληματίζει δικαστικούς και δικηγόρους είναι η εξίσωση της απόπειρας και της τετελεσμένης πράξης. Όπως σημειώνουν δικηγόροι, η απόπειρα, δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη, τετελεσμένη, πράξη, γι΄ αυτό τιμωρείται ελαφρότερα. Ωστόσο το νομοσχέδιο αυτό, ανατρέπει τα δεδομένα, και εξισώνει δύο ανόμοιες καταστάσεις.

Όπως λένε νομικοί, μία από τις κρίσιμες αλλαγές που επιφέρει το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι η κατάργηση της εμφάνισης του μάρτυρα-αστυνομικού στο δικαστήριο. Κάτι τέτοιο σημαίνει ουσιαστικά πως αναγνωρίζεται πλήρως και μόνο η κατάθεση του μάρτυρα – προ ακροατηρίου – χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εξέτασης του από συνηγόρους και δικαστικούς λειτουργούς, καταργώντας έτσι ένα μεγάλο μέρος της προφορικότητας της διαδικασίας όπως αυτή επιτάσσεται από το Σύνταγμα.

Σημαντικό σημείο του νομοσχεδίου είναι αυτό της κατάργησης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και η ενίσχυση της αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Εφετείου με σκοπό την αποδέσμευση δικαστών και την παράλληλη αξιοποίηση τους σε άλλες δίκες. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου οι εφέσεις κατά αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου θα εκδικάζονται επίσης από Τριμελές Εφετείο, που όμως θα συγκροτείται από αρχαιότερους στην ιεραρχία δικαστές.

Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν είναι εφικτό να συμβεί καθώς για τη δημιουργία δύο επιπλέον δικαστηρίων -αν χωρίσει κάποιος μία τριμελή σύνθεση και την κάνει μονομελή- χρειάζονται δύο επιπλέον εισαγγελείς, δύο ακόμα αίθουσες και δύο ακόμα γραμματείς. Δηλαδή εργαζόμενοι και κτιριακές υποδομές που δεν υπάρχουν.

Παράλληλα με την αύξηση της αρμοδιότητας των μονομελών συνθέσεων, δημιουργείται ποιοτικό ζήτημα των αποφάσεων, αφού δεν θα υπάρχει ανταλλαγή απόψεων αλλά θα αποφασίζει ένας και μόνο δικαστής με κίνδυνο να αυξηθούν φαινόμενα αυθαιρεσίας.

Τρεις έγκριτοι νομικοί, ο Κωνσταντίνος Γώγος (Δικηγόρος Αθηνών Μέλος του ΔΣ της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων), η Μαρία Μακρή (δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω) και ο Θέμης Σοφός (Δ.Ν.-Δικηγόρος, Γεν. Γραμματέας Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, τέως Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α.) αναλύουν στο intronews.gr τις επερχόμενες αλλαγές του υπουργείου Δικαιοσύνης.

«Θα οδηγήσει σε κραυγαλέες ανισότητες ο νέος Ποινικός Κώδικας», λέει ο Κωνσταντίνος Γώγος

Η νέα ρύθμιση στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έρχεται να προστεθεί σε μία ακόμα τροποποίηση από το 2019 μέχρι σήμερα αυξάνοντας την ανασφάλεια δικαίου δημιουργώντας ζητήματα ερμηνείας σε ένα νομοθέτημα το οποίο επηρεάζει άμεσα την κοινωνική ζωή και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Μία από τις κρισιμότερες αλλαγές είναι αυτή της κατάργησης της εμφάνισης του μάρτυρα αστυνομικού στο δικαστήριο. Αυτό επί της ουσίας σημαίνει ανάγνωση και μόνον της κατάθεσης, χωρίς δυνατότητα εξέτασης αυτού από το δικαστήριο και τους συνηγόρους. Ήτοι χωρίς δυνατότητα από το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική επί της ουσίας πεποίθηση για τα διαδραματιζόμενα στη δικογραφία. Στην πραγματικότητα καταργείται ένα μεγάλο μέρος της προφορικότητας της διαδικασίας όπως αυτή απορρέει από τις επιταγές του Συντάγματος.

Παράλληλα, αυξάνεται ξανά στα όρια προ του 2019 το πλαίσιο ποινής στα κακουργήματα, φτάνοντας τα 20 έτη. Ας μη λησμονούμε ότι στον Ποινικό Κώδικα αυτή τη στιγμή περιλαμβάνονται περίπου 35 αδικήματα με επαπειλούμενη ποινή τα ισόβια, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτό το ποσοστό των αδικημάτων που αφορούν ειδικούς ποινικούς νόμους, ναρκωτικά, όπλα κτλ. Αντιλαμβάνεται κανείς πως οι δρακόντειοι νόμοι πολλές φορές οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα, σε κάθε περίπτωση αποδεικνύουν ότι έχουμε αποτύχει στο μείζον, ήτοι στον σωφρονισμό.

Επιπρόσθετα, δίνεται η δυνατότητα έκτισης της ποινής, συνολικά ή μέρους αυτής στα πλημμελήματα και μάλιστα σε ποινές φυλακίσεως ιδιαιτέρως μικρές. Ωστόσο, χωρίς να αλλάζουν τα πλαίσια της αναστολής στην έφεση για τα κακουργήματα. Αυτό θα οδηγεί στο παράδοξο κάποιος ο οποίος καταδικάζεται σε στερητική της ελευθερίας ποινή κακουργηματικού χαρακτήρα, επί παραδείγματι 14 ετών να αφήνεται ελεύθερος μέχρι να εκδικασθεί η έφεσή του σε αντίθεση με μία ποινή φυλακίσεως 4 ετών για πλημμέλημα όπου θα επιτρέπεται η έκτιση. Είναι εμφανές πως αυτό θα οδηγεί σε κραυγαλέες ανισότητες προσβάλλοντας ακόμα μία φορά την ασφάλεια δικαίου και την πίστη του πολίτη στην δίκαιη δίκη.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας είναι ένα ενιαίο σύνολο κανόνων που αλληλοσυμπληρώνονται και διαπλέκουν μεταξύ τους. Κάθε τροποποίηση θα πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή και φυσικά αφού προηγηθεί επί της ουσίας μελέτη από ικανή νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Οι τροποποιήσεις των τελευταίων ετών επιβεβαιώνουν την ανάγκη να λάβουν μέρος έμπειροι Ποινικολόγοι στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές προκειμένου να λύσουν καθημερινά προβλήματα που μόνον αυτοί έχουν την εμπειρία και τη γνώση.

«Ο νέος Ποινικός Κώδικας μειώνει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου», τονίζει η Μαρία Μακρή

Διευρυμένες καταδίκες με συνοπτικές-αλλά όχι σύντομες-διαδικασίες, υψηλότερες ποινές, λιγότερα δικαιώματα του κατηγορουμένου, στο όνομα της πολυπόθητης ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης. Θα μπορούσε να είναι αυτή η περίληψη του νομοσχεδίου της τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Από την πληθώρα αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας διατάξεων, ουσιαστικών και δικονομικών, θα σταθούμε σε λίγες μόνο, από το τμήμα του γενικού ποινικού δικαίου, επειδή είναι η βάση για την εφαρμογή των ειδικών διατάξεων κάθε επιμέρους αδικήματος.

Ορισμένες διατάξεις πρωτοτυπούν. Χαρακτηριστική η περίπτωση της απόπειρας μιας πράξης που μέχρι τώρα, γνωρίζαμε ότι τιμωρείται με μειωμένη ποινή. Με την κοινή λογική η απόπειρα, δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη, τετελεσμένη, πράξη, γι΄ αυτό τιμωρείται ελαφρότερα.

Το παρόν νομοσχέδιο ανατρέπει τα δεδομένα, δίνοντας στο δικαστήριο τη δυνατότητα, αν διαπιστώσει ότι η μειωμένη ποινή δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, να επιβάλει την ίδια ποινή με αυτή που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη. Εξισώνεται, δηλαδή, η απόπειρα με την τετελεσμένη πράξη σε επίπεδο ποινικής απαξίας, αφού με την ίδια ποινή μπορεί να τιμωρηθούν δύο ανόμοιες καταστάσεις, η πράξη και η απόπειρα αυτής.

Στο ίδιο πνεύμα, ο συνεργός μπορεί να τιμωρηθεί σαν τον βασικό αυτουργό, εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι προσέφερε ιδιαίτερα σημαντική συνδρομή στην τέλεση της πράξης και η μειωμένη ποινή, που μέχρι σήμερα αναλογεί στον συνεργό, δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

Ορισμένες άλλες από τις νέες διατάξεις, μας γυρίζουν πίσω, συγκεκριμένα στα ισχύοντα προ του 2019. Ενδεικτικά, ορίζεται ότι ένα μόνο ελαφρυντικό θα γίνεται δεκτό και ότι η ποινή θα μειώνεται μια μόνο φορά. Η αρχή αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση του 2019, αντικαταστάθηκε όμως με την δυνατότητα να μειώνεται περαιτέρω η ποινή, αν αναγνωρισθεί παραπάνω από ένα ελαφρυντικό ή λόγος μείωσης της ποινής.

Με το βλέμμα στο παρελθόν και η προβλεπόμενη αύξηση του ανώτατου ορίου της ποινής της κάθειρξης, η αύξηση των συνολικών ποινών, και ο σαφής περιορισμός της αναστολής της εκτέλεσης των ποινών, που ωστόσο έχουν δοκιμαστεί και δεν έχουν δείξει περιορισμό της εγκληματικότητας.

Συνολικά, στην έβδομη μετά το 2019 αναθεώρηση των κωδίκων του ποινικού δικαίου, με αμφίβολη στόχευση, το μόνο που διαφαίνεται με βεβαιότητα είναι η αυστηροποίηση του ποινικού μας δικαίου, επιστρέφοντας σε μία συντηρητικότερη κατεύθυνση που στην πράξη θα οδηγήσει με… ταχύτητα την εφαρμογή δικαιοσύνης σε αδιέξοδα, ενώ δεν αποκλείονται μελλοντικές καταδίκες της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο πλαίσιο παραβίασης θεμελιωδών διατάξεων της δίκαιης δίκης.

Για κυκλοθυμία του νομοθέτη κάνει λόγο ο Θεμιστοκλής Ι. Σοφός

Με το σχέδιο νόμου που εισάγεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης γίνεται σαφές ότι ένας φοιτητής της Νομικής Σχολής θα πρέπει να ξαναδώσει το μάθημα του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας τρεις φορές μέσα σε μια τετραετία, όχι για να τα εμπεδώσει, αλλά διότι ο νομοθέτης αλλάζει γνώμη ως προς τις σωστές απαντήσεις.

Ο φοιτητής που ξεκίνησε τις σπουδές του το έτος 2019 και τελειώνει αυτές το τρέχον έτος 2023, θα πρέπει να ξαναδιαβάσει τα μαθήματα που νομίζει ότι έχει περάσει επιτυχώς στις εξετάσεις, καθώς μπήκε στη Νομική Σχολή προ του Ιουνίου 2019 με την διδασκαλία να του υπαγορεύει τη διάρκεια της κάθειρξης από 5 έως 20 έτη, στη συνέχεια πρέπει να διαβάσει ότι η κάθειρξη είναι μεταξύ 5 και 15 ετών και τώρα στο πέρας των σπουδών του διδάσκεται, πάλι, ότι η κάθειρξη είναι μεταξύ 5 και 20 ετών.

Σίγουρα είναι βαθειά “πολιτική” η συγκεκριμένη κυκλοθυμική αντιμετώπιση, και μη ταπεινά τα κίνητρα της πολιτικής που ασκείται προδήλως, πλην όμως το εγχείρημα αλυσιτελές. Αυτό που δεν έχει αντιληφθεί ο εκάστοτε λαϊκίζων νομοθέτης είναι ότι με την αυστηροποίηση των ποινών και του πλαισίου πραγματικής έκτισης αυτών δεν πετυχαίνει σε καμία περίπτωση αυτό που νομίζει:

Μια ποιοτικότερη εγκληματοπροληπτική λειτουργία της Πολιτείας. Και αυτό διότι όσο και να αυστηροποιεί ο νομοθέτης, ανάλογα με το βαθμό της πολιτικής συμμετοχής του στην ειδησεογραφία της προηγούμενης νύχτας, το πλαίσιο μιας ποινής ή τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή θα ανασταλεί ή θα εκτιθεί, τελικός αποδέκτης μίας ποινικής δικογραφίας είναι ο Εισαγγελικός και ο Δικαστικός Λειτουργός. Ο Δικαστής, και μόνον, θα αποφασίσει εάν θα επιβληθεί, ποιο είδος και πόση ποινή θα επιβληθεί, εάν θα εκτιθεί ή εάν θα ανασταλεί και σε ποιο χρονικό μέρος αυτής.

Όποια σημασία είχε το όριο του πλαισίου έκτισης ποινής και μη εξαγοράς της, προ του Ν. 4619/2019, στα πέντε (5) έτη φυλάκισης, την ίδια είχε με αυτήν που μεταφέρθηκε τελικά στα τρία (3) έτη και την ίδια σημασία έχει τώρα υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις δεν θα μπορεί πλέον να “φεύγει” κανείς από μια τέτοια ποινή χωρίς να εκτίσει μέρος αυτής. Με την αυστηροποίηση των ποινών δεν αλλάζει κάτι κατ΄ουσίαν. Ουδόλως ανταποκρίνεται η νομοθετική μεταρρύθμιση στην προσδοκώμενη συμμόρφωση του κοινωνού του δικαίου προς τις επιταγές των ποινικοδικαιϊκών ρυθμίσεων, καθώς με μεγαλύτερα “νούμερα” δεν επιτυγχάνεται ποιοτικότερη εγκληματοπροληπτική λειτουργία της Πολιτείας.

Αντικείμενο του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης όπως εξαγγέλλεται, δήθεν, είναι α) η τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου η εφαρμογή τους να συμβάλει στην ουσιαστικότερη, αποτελεσματικότερη, και αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης, στην ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και στην οικονομία της ποινικής διαδικασίας. Ουδέν ψευδέστερον.

Ενδεικτικά:

  • αα) αυξάνεται το ανώτατο όριο ποινής της κάθειρξης, αυστηροποιούνται οι ποινές επί εγκλημάτων μείζονος ποινικής απαξίας όπως ο εμπρησμός δάσους,
  • αβ) τίθενται αυστηρότερες προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, προκειμένου οι ποινές και επί πλημμελημάτων να εκτίονται μέσω των εναλλακτικών τρόπων έκτισης της κοινωφελούς εργασίας και της μετατροπής της ποινής σε χρηματική, αλλά και με πραγματική έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα, όταν το δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο,
  • αγ) λαμβάνονται μέτρα για την προστασία της ποινικής δικαιοσύνης από άτομα που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους απασχολούν ασκόπως τους λειτουργούς της και παρακωλύουν την ταχύτητα απονομής της και
  • αδ) επιταχύνονται οι διαδικασίες επεξεργασίας και εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων με τη λήψη μέτρων όπως η ενθάρρυνση της διαδικασίας της ποινικής διαπραγμάτευσης, ο περιορισμός της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και η μεταφορά της δικαστηριακής ύλης του πλημμελειοδικείου και του εφετείου από πολυμελή σε ολιγομελή δικαστήρια, προκειμένου ο ίδιος αριθμός δικαστών να δύναται να συγκροτήσει περισσότερα δικαστήρια και έτσι να εκδικάζεται πολλαπλάσιος αριθμός υποθέσεων,
  • β) η αναδιαμόρφωση των διατάξεων του ν. 3500/2006 (A’ 232), προκειμένου: βα) οι διατάξεις να είναι προσαρμοσμένες στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες και στη δικαιοπολιτική ανάγκη τόσο της προστασίας του θεσμού της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων, κυρίως των γυναικών, που πλήττονται με αυξανόμενη ένταση από συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας,
  • ββ) να ενισχυθεί η ψυχολογική και οικονομική στήριξη, καθώς και η κοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων με διεύρυνση των αρμόδιων φορέων,
  • βγ) να προβλεφθεί ειδική υποχρέωση των επαγγελματιών για την καταγγελία των περιστατικών που υποπίπτουν στην αντίληψη τους,
  • βδ) να διευρυνθεί η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και
  • βε) να ενισχυθούν άλλα δικονομικά μέσα που αποσκοπούν στην πρόληψη των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και στην παρεμπόδιση υποτροπής του δράστη,
  • γ) η τροποποίηση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 του ν. 4557/2018 (Α’ 139)
  • γα) με την αύξηση του διοικητικού προστίμου νομικών προσώπων όταν το κέρδος δεν μπορεί να προσδιοριστεί και
  • γβ) με την απάλειψη της προϋπόθεσης προηγούμενης αμετάκλητης καταδίκης φυσικού προσώπου.

Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 42 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής: «1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτή που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη.».

Με τη ρύθμιση αυτή παρά τον εξαγγελλόμενο γενικοπροληπτικό και ειδικοπροληπτικό χαρακτήρα των ρυθμίσεων που εισάγονται με το υπό κρίση νομοσχέδιο, καθίσταται σαφές, ότι αποστερεί οποιοδήποτε κίνητρο του κοινωνού του δικαίου να προβεί σε υπαναχώρηση.

Ειδικότερα, κατά το ισχύον δίκαιο ολοσχερώς ατιμώρητη παραμένει μόνο η υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα ενώ αντίθετα η υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα αντιμετωπίζεται κατ’ άρθρο 44 παρ. 2 ΠΚ κατά πρώτο λόγο ως λόγος μείωσης της ποινής και μόνο δυνητικά προβλέπεται και γι’ αυτήν τη μορφή της υπαναχώρησης αποκλεισμός του αξιοποίνου (τιμωρία με την ποινή του ά. 83 ΠΚ μειωμένη στο μισό, με δυνατότητα δικαστικής άφεσης της ποινής).

Με το προτεινόμενο σχέδιο εκδηλώνεται περιττή και μάλλον μη δεκτική εφαρμογής αυστηρότητα στην επιβολή της ίδιας ποινής με το τετελεσμένο έγκλημα στην περίπτωση της πεπερασμένης απόπειρας, ώστε να μην έχει πλέον κανένα λόγο ο δράστης της πεπερασμένης απόπειρας να παρεμποδίσει με τη θέλησή του την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος.