Μετά από 26 χρόνια πίσω από τα κάγκελα, εννέα αναβληθείσες ημερομηνίες εκτελέσεων, τρία γεύματα που μέτρησε ως τελευταία και δύο ανεξάρτητες έρευνες που εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες για την καταδίκη του, ο θανατοποινίτης της Οκλαχόμα, Ρίτσαρντ Γκλόσιπ σχεδιάζει τις τελευταίες μέρες της ζωής του.

«Νομίζω ότι είναι πιο εύκολο για μένα από οποιονδήποτε άλλον γιατί το έχω κάνει τόσες φορές», είπε στο CNN την Πέμπτη, δύο εβδομάδες πριν προγραμματιστεί να εκτελεστεί για τη δολοφονία του Μπάρι Βαν Τρις το 1997 – ένα έγκλημα στο οποίο υποστηρίζει ότι δεν ήταν αναμεμιγμένος.

«Δεν θέλω οι άνθρωποι να το παίρνουν ελαφρά», είπε. «Θέλω οι άνθρωποι να δουν πόσο σοβαρό είναι αυτό και τη ζημιά που μπορεί να κάνει στους ανθρώπους. Αλλά με την ίδια ανάσα, ήμουν ένας από εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η πίστη είναι τόσο δυνατή που μπορεί να με βοηθήσει σε οτιδήποτε».

Ο Γκλόσιπ, 60 ετών, εξακολουθεί να ελπίζει ότι η ζωή του θα σωθεί, ώστε αυτός και η σύζυγός του, Lea, να ονειρεύονται μαζί – ίσως έξω από τα τείχη του κρατικού σωφρονιστικού ιδρύματος της Οκλαχόμα. Παντρεμένοι μόλις πέρυσι, η κοινή τους ζωή έχει περιοριστεί έως τώρα σε επισκέψεις και τηλεφωνήματα.

Στην ολοένα και μεγαλύτερη ομάδα υποστηρικτών του, δεν περιλαμβάνεται μόνο η σύζυγος και η δικηγόροι του, αλλά και το διάσημο μοντέλο, Κιμ Καρντάσιαν. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι τον στηρίζουν και σπουδαίες προσωπικότητες του δικαστικού και του πολιτικού κόσμου των ΗΠΑ, ανάμεσα στις οποίες εντάσσονται ο γενικός εισαγγελέας της Οκλαχόμα, Gentner Drummond και μια δικομματική ομάδα 62 νομοθετών της Οκλαχόμα, που στοχεύουν επίμονα να σώσουν τη ζωή του, επισημαίνοντας μυριάδες ερωτήματα σχετικά με την ενοχή του και την διαδικασία που τον οδήγησε σε θάνατο.

«Δεν υπήρξε ποτέ εκτέλεση στην ιστορία αυτής της χώρας όπου και το κράτος και η υπεράσπιση συμφώνησαν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δίκαιη δίκη», δήλωσε την Πέμπτη ο πολιτειακός βουλευτής Κέβιν Μακ Νταγκλ. Οι νομοθέτες κάλεσαν τον κυβερνήτη Κέβιν Στιτ να εκδώσει μια τρίτη αναστολή 60 ημερών για να δοθεί χρόνος στα δικαστήρια να επανεξετάσουν την υπόθεση του Glossip. Σημειώνεται μάλιστα, ότι και οι δύο, Στιτ και Μακ Νταγκλ, όπως και ο γενικός εισαγγελέας, είναι Ρεπουμπλικάνοι.

Παρά την αισιοδοξία του, ο Γκλόσιπ έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά με υπενθυμίσεις ότι μπορεί σύντομα να μπει στο θάλαμο του θανάτου. Την επόμενη Πέμπτη, θα περάσει μια εβδομάδα στην απομόνωση υπό συνεχή επίβλεψη σε ένα κελί όπου τα φώτα θα παραμένουν πάντα αναμμένα. Πρόσφατα δε, αυτός και η Λέα συμπλήρωσαν έγγραφα σχετικά με την ταφή του, τι θα έχει για το τελευταίο του γεύμα και ποιον θέλει να δει πριν την εκτέλεσή του.

Εάν τα πράγματα δεν πάνε όπως ελπίζει, ο Γκλόσιπ είναι ξεκάθαρος σχετικά με το τι θέλει να αφήσει πίσω του: «Θέλω να βεβαιωθώ ότι αυτό που συνέβη σε μένα δεν θα μπορεί να συμβεί ποτέ ξανά σε κανέναν άλλον».

2 έρευνες εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με την καταδίκη

Ο Βαν τριζ, ένας 54χρονος, σύζυγος και πατέρας επτά παιδιών, δολοφονήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1997, αφού ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου με ρόπαλο του μπέιζμπολ σε ένα δωμάτιο του μοτέλ της Οκλαχόμα, που ανήκε σε έναν 19χρονο, ονόματι Τζάστιν Σνιντ.

Ο Σνιντ παραδέχτηκε ότι τον σκότωσε τον, αλλά στη δίκη, οι εισαγγελείς παρουσίασαν τη δολοφονία ως σχέδιο που οργάνωσε ο Γκλόσιπ. Ο Σνιντ, εξασφάλισε μια συμφωνία για να αποφύγει τη θανατική ποινή, να παραδεχτεί την ενοχή και να καταθέσει εναντίον του Γκλόσιπ.

Ο Γκλόσιπ καταδικάστηκε σε θάνατο τον Ιούνιο του 1998, αν και αυτό ανατράπηκε μετά από έφεση λόγω αναποτελεσματικών συνηγόρων. Αλλά δικάστηκε ξανά το 2004 και καταδικάστηκε ξανά σε θάνατο.

Έκτοτε, εγείρονται όλο και περισσότερα ερωτήματα σχετικά με την καταδίκη του Glossip.

Μια ανεξάρτητη επανεξέταση «αποκάλυψε την σκόπιμη καταστροφή των αποδεικτικών στοιχείων πριν από τη δίκη και την ανεπαρκή αστυνομική έρευνα». Η δικηγορική εταιρεία Reed Smith, υποστήριξε πως η μαρτυρία του Σνιντ ήταν ψευδής, ενώ τις ανακρίβειες που εντόπισε τις κατέγραψε, μεταξύ άλλων, τις συμπεριέλαβε σε μια έκθεση 343 σελίδων το 2022.

Μια τροπολογία στην έκθεση περιλαμβάνει πρόσφατα ανακαλυφθείσες επιστολές που έγραψε ο Σνιντ στη φυλακή, συμπεριλαμβανομένης μιας προς τον δικηγόρο του στην οποία ρωτούσε περιλαμβάνονταν απορίες σχετικά με πιθανή ανάκληση της κατάθεσής του.

Το γραφείο του εισαγγελέα της κομητείας της Οκλαχόμα, υπεύθυνου για τον δικηγόρο του Σνιντ εκείνη την εποχή, αρνήθηκε να σχολιάσει.

Τελικά, ο Ριντ Σμιθ κατέληξε στο συμπέρασμα «ότι κανένας εύλογος ένορκος που άκουγε το πλήρες αρχείο δεν θα είχε καταδικάσει τον Ρίτσαρντ Γκλόσιπ για φόνο πρώτου βαθμού», είπε ο Σταν Πέρι, συνεργάτης της εταιρείας.

Μια δεύτερη ανεξάρτητη έρευνα που ανατέθηκε από τον Ντρέμοντ ανέφερε «πολλαπλά και σωρευτικά λάθη», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η καταδίκη θα πρέπει να ακυρωθεί και να δικαστεί εκ νέου. Το Εφετείο της Οκλαχόμα ωστόσο, τον περασμένο μήνα, αποφάσισε με 5-0 να απορρίψει το αίτημα για άλλη έφεση.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί, ότι οι αθωώσεις ανθρώπων που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο από το 1973, είναι 191 στον αριθμό σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφοριών για τις Θανατικές Ποινές των ΗΠΑ.

«Σοβαρή αδικία»

Την περασμένη εβδομάδα, το Συμβούλιο που είναι αρμόδιο για περιπτώσεις που δίνεται χάρη και αποφυλάκιση στην Οκλαχόμα αρνήθηκε να συστήσει επιείκεια παρά την άνευ προηγουμένου υποστήριξη της δικηγορικής εταιρείας, η οποία σε μια σπάνια κίνηση παρευρέθηκε στην ακρόαση για να συνηγορήσει εκ μέρους του 60χρονου λέγοντας ότι θα ήταν «σοβαρή αδικία» να προχωρήσει η εκτέλεση.

Η οικογένεια του θύματος παρόλαυτά και η χήρα του Βαν Τριζ αισθάνεται ως μόνη δικαίωση την καταδίκη.

Το πενταμέλες Συμβούλιο πάντως, ψήφισε 2-2, με αποτέλεσμα, διότι το πέμπτο μέλος είχε παραιτηθεί επειδή η σύζυγός του ήταν εισαγγελέας σε μία από τις δύο δίκες του Γκλόσιπ, με αποτέλεσμα να εγείρει ζήτημα ασυμβίβαστου.

Ο Στιτ βέβαια, δεν μπορεί να δώσει επιείκεια χωρίς την σύσταση του διοικητικού συμβουλίου, πράγμα που δεν σχεδίαζε να κάνει και τρίτη φορά, αλλά ο κυβερνήτης θα μπορούσε να εκδώσει προσωρινή αναστολή, κάτι που έχει ήδη κάνει δύο φορές.

«Θέλαμε να αφήσουμε το δικαστικό σύστημα να λειτουργήσει», είπε ο Στιτ την περασμένη Παρασκευή, «και έτσι εάν τα δικαστήρια δεν δράσουν ή υπάρχουν νέα στοιχεία ενώπιον των δικαστηρίων, θα ακολουθήσουμε το νόμο».