Τι μπορεί να φανταστεί κάποιος όταν διαβάζει για τεχνητή νοημοσύνη; Όλοι υποπτεύονται ότι οι εφαρμογές της είναι πολύ περισσότερες από το να δημιουργεί ειδήσεις και φωτογραφίες, να είναι ικανή να διασπείρει fake news και να μας κάνει να περνάμε την ώρα μας με τις ερωτήσεις στο ChatGPT. Ήδη, όμως, η τεχνητή νοημοσύνη έχει αναπτυχθεί στον τομέα της ιατρικής έρευνας σε επίπεδο που δεν φανταζόμαστε.

Στο Ισραήλ η εταιρία Genetika+ από το 2018 πειραματίζεται με τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στην ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου φαρμάκου που θα αντιμετωπίσει την κατάθλιψη. Η εταιρεία, που ασχολείται με την «τεχνολογία υγείας» σύμφωνα με τον πδικό της προσδιορισμό, ισχυρίζεται ότι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να βοηθήσει πολύ περισσότερο στις έρευνες για συγκεκριμένους ασθενείς, ώστε να αποφεύγονται ανεπιθύμητες παρενέργειες και να βεβαιωθεί ότι το συνταγογραφούμενο φάρμακο λειτουργεί όσο το δυνατόν καλύτερα.

Εξέταση αίματος και θεραπεία

Η Genetika+ το κάνει αυτό συνδυάζοντας την πιο πρόσφατη τεχνολογία βλαστοκυττάρων – την ανάπτυξη συγκεκριμένων ανθρώπινων κυττάρων με λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης. Από το δείγμα μιας απλής εξέτασης αίματος του ασθενούς οι τεχνικοί της εταιρείας μπορούν να δημιουργήσουν εγκεφαλικά κύτταρα. Στη συνέχεια εκτίθενται σε πολλά αντικαταθλιπτικά και καταγράφονται για κυτταρικές αλλαγές που ονομάζονται βιοδείκτες. Αυτές οι πληροφορίες, που λαμβάνονται με το ιατρικό ιστορικό και τα γενετικά δεδομένα ενός ασθενούς, στη συνέχεια υποβάλλονται σε επεξεργασία από ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης για να καθοριστεί το καλύτερο φάρμακο που θα συνταγογραφήσει ο γιατρός και τη δοσολογία.

Προφανώς η τεχνολογία αυτή βρίσκεται ακόμα σε αναπτυξιακό στάδιο, όμως η Genetika+ σκοπεύει να προωθήσει όσα ανακάλυψε στο εμπόριο το 2024. Η εταιρεία έχει ήδη εξασφαλίσει χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεργάζεται, επίσης, με φαρμακευτικές εταιρείες για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων.

Η εταιρεία ελπίζει ότι το έργο της θα έχει μεγάλη ζήτηση στο μέλλον. Υπάρχουν περισσότεροι από 280 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως που πάσχουν από διαφορετικές μορφές κατάθλιψης και προφανώς η σωστή συνταγογράφηση και δοσολογία στην αρχή της θεραπείας είναι κομβική για την εξέλιξή της.

H τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι κάτι νέο στο χώρο της ιατρικής έρευνας. Έχει βοηθήσει μέχρι στιγμής σε πολλά σημεία, από τον εντοπισμό ενός πιθανού γονιδίου στόχου για τη θεραπεία μιας συγκεκριμένης ασθένειας και την ανακάλυψη ενός νέου φαρμάκου μέχρι τη βελτίωση της θεραπείας των ασθενών με την πρόβλεψη θεραπευτικής στρατηγικής.

Δεν θα αντικαταστήσει το ανθρώπινο μυαλό

Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι στρωμένα με ροδοπέταλα. Υπάρχουν πολλοί αμφισβητίες, οι οποίες θεωρούν ότι η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης θα καθυστερήσει για αρκετά χρόνια και προειδοποιούν ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντικαταστήσει την έρευνα και τα στοιχεία που επεξεργάζεται το ανθρώπινο μυαλό. Αυτό διαβάζεται κάπως οπισθοδρομικό, δεδομένου ότι οι περισσότεροι θιασώτες είναι στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών πιο μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι φοβούνται (με το δίκιο τους) ότι ο δικός τους ρόλος θα υποβαθμιστεί. Ωστόσο, το να δίνουμε προτεραιότητα στη μηχανή έναντι του ανθρώπου μπορεί να χαλαρώσει κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες που είναι κομβικές, όταν μπαίνει στη συζήτηση κάτι τόσο ευαίσθητο όσο τα φάρμακα.

Όπως και να’ χει, η τεχνητή νοημοσύνη μπήκε στην ιατρική έρευνα για να μείνει και θα μείνει, παρά τους όποιους περιορισμούς. Διότι, εκτός των άλλων, βοηθάει και στην ταχύτερη κυκλοφορία των φαρμάκων, τη μείωση της απόστασης ανάμεσα στην έρευνα και στην εμπορική παραγωγή. Η Insilico Medicine, μια εταιρεία με έδρα το Χονγκ Κονγκ που χρησιμοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη, κατάφερε να αναπτύξει νέα φάρμακα πολύ πιο γρήγορα. Η «ναυαρχίδα» της είναι  μια θεραπεία για την ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση και το φάρμακο ήδη δοκιμάζεται κλινικά. Συνήθως χρειάζονται κατά μέσο όρο τέσσερα χρόνια για να φτάσει ένα νέο φάρμακο σε αυτό το στάδιο, αλλά χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη η Insilico Medicine το πέτυχε σε λιγότερους από 18 μήνες.

  • Με πληροφορίες από BBC