Επικριτές του στέμματος μετά τον θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ κάνουν εκκλήσεις προς τη βρετανική κυβέρνηση να επιστρέψει αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, μεταξύ των οποίων το διαμάντι Kohinoor, ένα από τα πιο διάσημα, αμφιλεγόμενα πετράδια στον κόσμο.

Βρίσκεται στον Πύργο του Λονδίνου κι αποτελεί μέρος της συλλογής της βασιλικής οικογένειας. Ωστόσο οι προκάτοχοι του ήταν από διάφορες χώρες, οι οποίες διεκδικούν την κατοχή του. Σύμφωνα με την παράδοση το στέμμα με το διαμάντι θα το φορέσει τώρα η Camilla, στη στέψη του βασιλιά Καρόλου Γ’.

Το Kohinoor, ή «Βουνό του Φωτός» αξίας 186 καρατιών, πιθανότατα εξορύχθηκε στη Νότια Ινδία τον 13ο αιώνα. Μερικοί Ινδουιστές πιστεύουν ότι είναι το στολίδι Syamantaka από τις ιστορίες Bhagavad Purana του θεού Κρίσνα. Σύμφωνα με το περιοδικό Smithsonian, η πέτρα αναφέρεται πρώτη φορά σε γραπτό αρχείο το 1628, όταν σχημάτισε το αστραφτερό κεφάλι του λεγόμενου «Θρόνου του παγωνιού» του Μογγάλ Σαχ Τζαχάν. Παρά το εντυπωσιακό μέγεθός του, το Kohinoor ήταν λιγότερο σημαντικό από το Timur Ruby, καθώς η κουλτούρα των Mughal προτιμούσε τις χρωματιστές πέτρες.

Το διαμάντι αφού βρισκόταν στην κατοχή των Mughal για τουλάχιστον έναν αιώνα, πέρασε στην περσική και στη συνέχεια την αφγανική αυτοκρατορία. Τελικά επιστράφηκε στην Ινδία το 1813 από τον Σιχ Μαχαραγιά Ραντζίτ Σινγκ. Η επιστροφή του ήταν ένα σημαντικό σημείο στην ιστορία του. Για αυτόν, αντιπροσώπευε την κατάκτηση της αυτοκρατορίας των Σιχ ενάντια στην αφγανική δυναστεία Ντουράνι.

Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ξεκίνησε τη λεηλασία της ασιατικής υποήπειρου στις αρχές του 19ου αιώνα.  Ωστόσο, το διαμάντι παρέμεινε στην Ινδία μέχρι το 1849, όταν ο γιος του Ραντζίτ Σινγκ, Maharaja Duleep Singh, υπέγραψε τη Συνθήκη της Λαχώρης. Ο Duleep αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τη βρετανική προσάρτηση του Παντζάμπ και να παραδώσει το διαμάντι.

Ο Λόρδος Dalhousie, ο Σκωτσέζος γενικός κυβερνήτης της Ινδίας, επέβλεψε την εξαγωγή της πέτρας στην Αγγλία, όπου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Έκθεση του 1851. Για να αποφύγει περισσότερη δημόσια κατακραυγή, ο σύζυγος της Βασίλισσας Βικτώριας, Πρίγκιπας Αλβέρτος,  έκοψε και γυάλισε το διαμάντι. Τότε ξέσπασαν φήμες ότι το διαμάντι είναι καταραμένο, υποστηρίζοντας ότι φέρνει κακοτυχία σε όποιον το φοράει ή ότι διαποτίστηκε πνευματικά με το αιματοκύλισμα των ιστορικών κατακτήσεων.

Λόγω αυτού το διαμάντι δεν έγινε ποτέ βασικό κομμάτι της βασιλικής συλλογής. Φοριέται περιστασιακά ως καρφίτσα από τη βασίλισσα Βικτώρια. Τελικά τοποθετήθηκε στο στέμμα της βασίλισσας Αλεξάνδρας και μετά σε αυτό της βασίλισσας Μαρίας. Το 1937, αναβαθμίστηκε ως το κεντρικό διαμάντι στο στέμμα της βασίλισσας Ελισάβετ I.

Αρνούνται την επιστροφή του Kohinoor οι Βρετανοί

Το στέμμα του Kohinoor εμφανίστηκε για τελευταία φορά δημοσίως το 2002, όταν τοποθετήθηκε πάνω από το φέρετρο της Βασιλομήτωρ Ελισάβετ στην κηδεία της. Παρέμεινε στην κατοχή τους παρά τις εκκλήσεις από πλευρά της Ινδίας για την επιστροφή του. Έγραψαν ακόμα κι αίτημα για την ανεξαρτητοποίηση τους, το 1947, λίγο πριν από την στέψη της Ελισάβετ της Β’. Οι κυβερνήσεις του Πακιστάν, του Ιράν και του Αφγανιστάν έχουν υποβάλει παρόμοιες αξιώσεις.

Οι Βρετανοί αρνούνται την επιστροφή του διαμαντιού εδώ και χρόνια.  Το 2013, ο τότε πρωθυπουργός David Cameron δήλωσε ότι δεν πρόκειται να το πάρουν πίσω. Τρία χρόνια αργότερα, το ινδικό υπουργείο Πολιτισμού επέμεινε ότι θα καταβάλει «όλες τις δυνατές προσπάθειες» για να δει το διαμάντι πίσω στην Ινδία.

Τώρα, καθώς ο θάνατος της βασίλισσας Ελισάβετ επιφέρει κριτική για τη σκοτεινή πλευρά του βρετανικού αυτοκρατορικού έργου στην Ασία και πέρα ​​από αυτήν, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επαναφέρουν το θέμα του Kohinoor στο προσκήνιο. Το Kohinoor δεν είναι ο μόνος ξένος θησαυρός που βρίσκεται στο βρετανικό έδαφος.

Το Crown Jewels περιλαμβάνει πολλά άλλα αμφιλεγόμενα πετράδια, όπως το Timur Ruby, του ίδιου λίθου που αποτελούσε μέρος του Θρόνου του Παγωνιού με το Kohinoor τον 17ο αιώνα . Τα μουσεία της χώρας ξεχειλίζουν από λεηλατημένα αγαθά, όπως τα Μάρμαρα του Παρθενώνα κι αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας άλλων χωρών τα οποία σφετερίστηκαν οι Άγγλοι.