Από τον Κώστα Βαϊμάκη

Αφασία. Μια τόσο 80’s λέξη που τη λέγαμε μικροί για να πούμε ότι κάποιος είναι στον κόσμο του, ότι δεν χαμπαριάζει τίποτα, ότι δεν τον νοιάζει τι λένε οι άλλοι γι’ αυτόν. Αφασία. Στις 30 Μαρτίου 2022, η πρώην σύζυγος του Μπρους Γουίλις, Ντέμι Μουρ, μας ενημέρωσε ότι ο Μπρους διαγνώστηκε με αφασία, η οποία επηρεάζει τις γνωστικές του ικανότητες. Λίγες μόνο μέρες αφού έκλεισε τα 67 του χρόνια. Και κάπως έτσι, η λέξη «αφασία» με την οποία μεγαλώσαμε, έχασε την πλάκα της.

Άνοια. Δεν πρέπει να υπάρχει κανείς, που να μην έχει έστω έναν συγγενή, έναν άνθρωπο στην οικογένειά του που να μην έχει βαδίσει αυτό το μοναχικό μονοπάτι. Το βαδίζει πλέον και ο Μπρους Γουίλις. «Μετωποκροταφική άνοια», απ’ αυτήν λένε οι γιατροί ότι πάσχει πλέον. Άνοια που χτυπά μικρότερους ανθρώπους, ακόμα και κάτω των 60 ετών. Που χτυπά τα μέρη του εγκεφάλου που μας κάνουν πιο ανθρώπινους. Πόσο τραγική ειρωνεία για έναν ηθοποιό που ήταν πάντα τόσο ανθρώπινος, τόσο «δικός μας άνθρωπος»…

Ο Μπρους Γουίλις πήγε στις αρχές Μαρτίου για καφέ με δυο φίλους του, στη Σάντα Μόνικα. Ήταν η πρώτη του δημόσια εμφάνιση μετά τη διάγνωσή του με άνοια. Οι παπαράτσι έτρεξαν κοντά του σαν τα κοράκια, να τσιμπολογήσουν ένα κομμάτι από τις σάρκες του. Εκείνος, δυστυχώς, δεν είναι καλά. Φαινόταν σαστισμένος, μπερδεμένος, σαν να μην ήξερε πού είναι, του μίλαγαν οι φίλοι του κι εκείνος έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Η μητέρα του, Μαρλίν, φοβάται ότι δεν την αναγνωρίζει καν – δεν υπάρχει πιο σκληρό πράγμα, από το να βλέπει ο γονιός το παιδί του σε αυτή την κατάσταση.

Ο Μπρους Γουίλις δεν θυμάται πια και πολλά πράγματα, μπορεί να μην θυμάται και τίποτα. Θυμόμαστε όμως εμείς τα πάντα. Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, να μπαίνει στη ζωή μας ως Ντέιβιντ Άντισον στη σειρά «Αυτός, Αυτή και τα Μυστήρια». Δεν έπαιζε το γόη, ούτε το γκόμενο, ούτε τον «μάτσο» τύπο με τα μεγάλα μούσκουλα και τα εξίσου μεγάλα όπλα. Αλλά έναν ωραίο τύπο, χαμογελαστό, με χιούμορ, κάποιον που θα θέλαμε να είναι φίλος μας και να πίνουμε μπύρες μιλώντας για γυναίκες, για μπάλα και μουσική. Τον θυμόμαστε ως Τζον Μακλέιν, στο «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει», να διαλύει τους τρομοκράτες στον Πύργο Νακατόμι με το πιο κουλ ύφος του κόσμου. Η φωνή του ακόμα ηχεί στα αυτιά μας, από το μωρό στο «Κοίτα Ποιος Μιλάει» με μπαμπά τον Τζον Τζαβόλτα και μαμά την Κίρστι Άλεϊ. Περάσαμε υπέροχα μαζί του στη δεύτερη συνέχεια του «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» και στον «Τελευταίο Πρόσκοπο» και καταλάβαμε ότι πέρα από ωραίος τύπος και action – hero, τελικά είναι και καλός ηθοποιός, όταν τον είδαμε να κεντάει στο «Pulp Fiction» του Ταραντίνο. Αλλά και στους «12 Πίθηκους», την «Έκτη Αίσθηση», το «Sin City», τον «Άφθαρτο», το «Τσακάλι». Σκληρός, ναι. Αλλά και τρυφερός όταν έπρεπε. Και εκφραστικός. Με μάτια μελαγχολικά. Με συναίσθημα.

Αναγκαία παρένθεση: Έπαιξε δίπλα σε ωραίες γυναίκες. Τη Σίμπιλ Σέπαρντ στο «Αυτός, Αυτή και τα Μυστήρια» – κι ας «σκοτώθηκαν» στα γυρίσματα, καθώς η φτασμένη Σίμπιλ δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο ρούκι Μπρους ήταν αυτός που έκλεβε την παράσταση. Με τη Μίλα Γιόγιοβιτς στο «Πέμπτο Στοιχείο». Με τη Μόνικα Μπελούτσι στα «Δάκρυα του Ήλιου». Με τη Λιβ Τάιλερ στο «Αρμαγεδδών» – κι ας έκανε το μπαμπά της. Στο «Χρώμα της Νύχτας» με τη Τζέιν Μαρτς. Άρεσε πάντα στα κορίτσια ο Μπρους και ένα από τα πιο ωραία κορίτσια της εποχής εκείνης, το παντρεύτηκε: με τη Ντέμι Μουρ πρωτοσυναντήθηκαν στην πρεμιέρα της ταινίας «Stakeout». Παντρεύτηκαν στις 21 Νοεμβρίου 1987 και απέκτησαν τρεις κόρες, τη Ρούμερ, τη Σκάουτ και την Ταλούλα. Ανακοίνωσαν το χωρισμό τους 11 χρόνια αργότερα. «Ένιωσα ότι είχα αποτύχει ως σύζυγος και ως πατέρας επειδή δεν μπόρεσα να το κάνω να πετύχει», δήλωσε ο ίδιος. Στη συνέχεια αρραβωνιάστηκε με την ηθοποιό Μπρουκ Μπερνς μέχρι το 2004 που έληξαν τη σχέση τους και παντρεύτηκε το μοντέλο Έμα Χέμινγκ στις 21 Μαρτίου 2009, με την οποία απέκτησε ακόμα δυο κόρες (δεν του έκατσε ο γιος με τίποτα…): τη Μέιμπελ Ρέι και την Έβελιν Πεν. Ανάμεσα στους καλεσμένους στο γάμο τους, ήταν οι τρεις κόρες του και η Ντέμι Μουρ. Με κάποιον τρόπο, που προφανώς τον ξέρουν οι ωραίοι τύποι, κατάφερε όχι μόνο να μην ξεκατινιαστεί με τη Ντέμι Μουρ, αλλά να διατηρήσει μια σχέση αγάπης, σεβασμού και αλληλοεκτίμησης. Τέτοια, που κάθε ανακοινωθέν ή ενημέρωση από την υγεία του, βγαίνει πρώτα από την πρώην σύζυγό και μετά από τη νυν. Κλείνει η παρένθεση.

Συνέχισε να κάνει ταινίες. Πολλές ταινίες αλλά όχι απαραίτητα καλές ταινίες. Διότι για κάθε «Red» ή «Red 2», που ήταν μια χαρά ή για τους «Αναλώσιμους» στο πλευρό της «στρατιάς του Σταλόνε» που είχαν πλάκα, για κάθε «Looper», «16 τετράγωνα» ή το «Glass», το σίκουελ του «Άφθαρτου» 19 χρόνια μετά, υπήρξε μια «σακούλα γεμάτη σκουπίδια». Οι συνέχειες του «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» ήταν για γέλια και για κλάματα και ακολούθησαν πολλές ταινίες, αυτές που στα 80’s θα λέγαμε «βιντεοκασέτες», με σενάριο που έμοιαζε σαν να γράφτηκε σε λαδόκολλα ένα βράδυ στα Χασιά, με θλιβερές σκηνές δράσης και κάτι απίθανους πρωταγωνιστές. Τον Μπρους Γουίλις, τον έβαζαν να παίζει την καρικατούρα του εαυτού του, άλλοτε σκληρός αστυνομικός, άλλοτε σκληρός γκάνγκστερ, με πολλές μούτες και λίγες ατάκες. Δυστυχώς, οι ατάκες δεν ήταν λιγοστές λόγω σεναριακής επιλογής. Και οι ταινίες αυτές δεν ήταν πολλές λόγω καλλιτεχνικής ανάγκης. Πιθανότατα ο Μπρους είχε καταλάβει ότι είχε φτάσει στην άκρη του γκρεμού και ότι πολύ γρήγορα θα ξεκινούσε η κατρακύλα κι έσπευσε να γυρίσει όσο περισσότερες ταινίες προλάβαινε, για ένα τελευταίο κομπόδεμα, «για τα γεράματα» που όμως κατέφθασαν πολύ πριν τα γεράματα… Και με ακουστικό στο αυτί στα γυρίσματα, καθώς ξέχναγε τα λόγια του. Και με έναν βοηθό να τον πηγαίνει στην επόμενη σκηνή, στα καμαρίνια, στο τροχόσπιτο, στο σπίτι του, καθώς ώρες – ώρες έμοιαζε χαμένος…

Ήταν πολλά πράγματα ο Μπρους Γουίλις, όχι μόνο ηθοποιός. Ήταν και επιχειρηματίας, με δική του εταιρεία παραγωγής. Εκμεταλλεύεται ακίνητα και νοικιάζει διαμερίσματα. Άνοιξε κάποτε τα εστιατόρια «Planet Hollywood» μαζί με τον Σιλβέστερ Σταλόνε και τον Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ – κι όταν ήρθε στην Ελλάδα, το 2000, για τα εγκαίνια του εστιατορίου σε εμπορικό κέντρο στου Ρέντη, έγινε χαμός πραγματικός. Ήταν και καλός μουσικός, παίζοντας με το συγκρότημά του, τους Accelerators. Είχε ωραίο φωνή, είχε σκέρτσο στη σκηνή, είχε act και μας άφησε προίκα το «Secret Agent Men» και την υπέροχη διασκευή του «Save the Last Dance for me». Το άλμπουμ «The Return of Bruno» έκανε πάταγο. Ήταν πολιτικοποιημένος, έχει πάρει 2 φορές το Έμμυ κι άλλες δυο τη Χρυσή Σφαίρα. Έβγαλε πολλά λεφτά από τον κινηματογράφο και – κυρίως – μοιάζει να πέρασε καλά στην εποχή της δόξας του.

Κυρίως, περάσαμε καλά εμείς που τον είδαμε. Και τρέχαμε στο σινεμά όταν έβγαζε καινούργια ταινία και μας έκανε να γελάμε με τις ατάκες του και λέγαμε ο ένας στον άλλον «I see dead people» ή κάναμε πλάκα με το περίφημο ρολόι στο «Pulp Fiction» και το σημείο που το είχε κρύψει ο πατέρας του… Και μας πονάει τώρα που δεν θυμάται πολλά ή που δεν θυμάται τίποτα, που είναι ένα φάντασμα του εαυτού του, καταδικασμένος να βυθιστεί στην απόλυτη μοναξιά και τη λήθη. Που πιθανότατα δεν θα μπορέσει να απολαύσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, να αγκαλιάσει τα παιδιά του, να πει φοβερές ιστορίες στα εγγόνια του, να βγάλει σέλφι στο δρόμο, να παίξει λίγη μουσική με τους φίλους του. Μας πονάει, διότι τον νιώθουμε δικό μας άνθρωπο κι όχι έναν απόμακρο και απρόσιτο σταρ του Χόλιγουντ. Και μπορεί πια να μην θυμάται τίποτα, αλλά τουλάχιστον θυμόμαστε εμείς τα πάντα.