Φυλακή Λεφόρτοβο. Το μέρος που κατά την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης στέλνονταν οι αντιφρονούντες, αλλά και όσοι γενικώς ή ειδικώς δεν «άρεσαν» στην KGB. Αυτοί που ήξεραν, έτρεμαν και μόνο στο άκουσμα. Οι πύλες της έκρυβαν μια κόλαση…

Ειδικά οι ξένοι δημοσιογράφοι βρισκόντουσαν συνεχώς στο στόχαστρο της σοβιετικής μυστικής υπηρεσίας, η οποία προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα να τους παγιδέψει, να τους αναγκάσει να «εκτεθούν». Ακόμα περισσότερο, όσους μιλούσαν απταίστως τα ρωσικά και άρα ήταν δυνητικά πιο «επικίνδυνοι» να μάθουν, εκ των έσω, πράγματα που δεν έπρεπε ή δεν ήθελε το καθεστώς.

Ο Νίκολας Ντανίλοφ ήταν ένας από τους ρεπόρτερ που έζησαν από μέσα τη φρίκη του Λεφόρτοβο. Καθώς ένας από τους δύο παππούδες του ήταν Ρώσος, είχε μάθει από μικρός πολύ καλά τη γλώσσα. Η ευχή του και η κατάρα του.

Η στιγμή της σύλληψης, το διπλωματικό παιχνίδι που φούντωσε στο παρασκήνιο

Το ημερολόγιο έγραφε 30 Αυγούστου 1986 όταν ο βετεράνος επικεφαλής του περιοδικού US News & World Report είδε ξαφνικά μπροστά του να σταματάει απότομα ένα αυτοκίνητο, ενώ περπατούσε σε δρόμο της Μόσχας όπου βρισκόταν ήδη 5 χρόνια ως απεσταλμένος. Πριν προλάβει να αντιδράσει, τον άρπαξαν και τον έριξαν με τη βία μέσα στο όχημα. Ελάχιστα νωρίτερα είχε παραλάβει ένα δέμα από έναν πληροφοριοδότη, ο οποίος του είχε τάξει «μυστικά απόρρητα ντοκουμέντα».

Η σύλληψή του προκάλεσε κρίση σε ανώτερο διπλωματικό επίπεδο. Σχεδόν με το που τον έπιασαν, συνέβη το ίδιο στη Νέα Υόρκη για τον κατηγορούμενο ως Σοβιετικό κατάσκοπο Τζενάντι Ζαχάροφ. Αντίποινα. Μία σας και μία μας. Συνέβαινε κατά κόρον εκείνη την εποχή.

Ο Ντανίλοφ έμεινε τελικά 13 μέρες έγκλειστος στο «κάστρο» της KGB.  Απελευθερώθηκε, αρχικά με κατ’ οίκον περιορισμό. Τελικά στις 29 Σεπτεμβρίου, του επιτράπηκε να γυρίσει στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο ανταλλαγής κρατουμένων με τον Ζαχάροφ.

Ήταν ένα σημείο καμπής στα παγκόσμια χρονικά. Το γεγονός που άνοιξε το δρόμο για την περίφημη συνάντηση κορυφής ανάμεσα στον Ρόναλντ Ρίγκαν και τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον Οκτώβριο του 1986.

Υπαρξιακή αγωνία, η τουαλέτα σε κοινή θέα: Όσα δεν ξέχασε ποτέ ο Ντανίλοφ

Τέσσερις δεκαετίες σχεδόν μετά, ο Ντανίλοφ δεν έχει ξεχάσει στιγμή από τα κύματα πανικού και κλειστοφοβίας που τον συντάραξαν μόλις μπήκε στη διαβόητη φυλακή. Την πρωτόλεια αγωνιά που ένιωθε, για το τι τον περιμένει, τι θα του συμβεί και αν και πότε θα μπορέσει να βγει. Την απορία για το τι του συνέβαινε, την προσπάθεια να εξηγήσει πράγματα που δεν έβγαζαν λογική.

Ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν ξέρει αν ο συγκρατούμενος του στο κελί ήταν «βαλτός» ή όχι για να του αποσπάσει πληροφορίες. Κανέναν και τίποτα δεν μπορούσε να εμπιστευτεί, ούτε κατά διάνοια.

Το κελί ήταν στενό. Ένα κρεβάτι, μια (κάτι σαν) τουαλέτα σε κοινή θέα με έναν απαράβατο όρο: Δεν μπορούσες να τη χρησιμοποιήσεις την ώρα που ο συγκρατούμενος σου, έτρωγε.

Από το παράθυρο έμπαινε κρύος αέρας, αλλά προφανώς επειδή ο Ντανίλοφ δεν ήταν ο μέσος κρατούμενος, κάποια στιγμή απόλαυσε την «πολυτέλεια» να του δώσουν μία  κουβέρτα.

Το φως δεν έκλεινε ποτέ. Τα χέρια επίσης δεν έπρεπε ποτέ να μπουν κάτω από τα σκεπάσματα. «Πρέπει να σας βλέπουμε πάντα», φώναζαν οι φύλακες. Το φαγητό έμπαινε μέσα από ένα μικρό παραθυράκι στην πόρτα, το οποίο έλεγαν «garmoshka». Άνοιγε τρεις φορές τη μέρα.

Το πλιγούρι σε μορφή χυλού ήταν μονίμως στο «μενού». Λόγω της Ρωσίδας γιαγιάς του, ήταν ένα φαγητό που γευτεί αρκετές φορές. Βοήθησε για να μην το θεωρήσει απαίσιο, όπως οι περισσότεροι άλλοι.

Το αμερικανικό διαβατήριο ήταν πάντα η «ασφάλεια» του

Σίγουρα πάντως ήταν γεγονός πως το αμερικανικό του διαβατήριο τον βοήθησε να μη βιώσει στο έπακρο τις «υπηρεσίες» του Λεφόρτοβο. Του επέτρεπαν για παράδειγμα να τον επισκέπτεται η γυναίκα του. Του επέτρεψαν να φορέσει τα δικά του εσώρουχα. Και οι καθημερινές ανακρίσεις (εκτός Κυριακής, ήθελανα μάλλον και οι ανακριτές το ρεπό τους…) ποτέ δεν «ξέφυγαν».

Πάντα κοιτούσε πίσω από την πλάτη του. Ζώντας και δουλεύοντας τότε στη Μόσχα, ήσουν υποχρεωμένος να το κάνεις. Δεν υποτίμησε ποτέ τον κίνδυνο. Αλλά ούτε και το(ν) άφησε να τον επηρεάσει στο πώς θεωρούσε πως έπρεπε να κάνει τη δουλειά του. Ήταν ένα τίμημα που εξ αρχής γνώριζε πως έπρεπε να πληρώσει.

Επέστρεψε στη Μόσχα από τότε. Τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Ή στην αρχή της διακυβέρνησης του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ένιωθε πλέον πως τα άσχημα γεγονότα ανήκαν στο παρελθόν. Αλλά η ιστορία τελικά απλώς διάλειμμα είχε κάνει…

Ο Γκέρσκοβιτς γίνεται ο «Ντανίλοφ» του σήμερα

Ήταν ο τελευταίος Αμερικανός δημοσιογράφος που είχε συλληφθεί με την κατηγορία της κατασκοπίας στη Ρωσία. Ήταν, δεν είναι πια. Έχει «διάδοχο». Τον ανταποκριτή της Wall Street Journal Εβαν Γκέρσκοβιτς που συνελήφθη και βρίσκεται επίσης αυτή τη στιγμή στο Λεφόρτοβο.

Το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, κυρίως από τη διάδοχο υπηρεσία της KGB, την FSB, ως χώρος προσωρινής κράτησης αλλά και απομόνωσης.

Κι αυτός, όπως ο Ντανίλοφ, μιλάει άπταιστα τα ρωσικά. Κι αυτός κατηγορείται για κατασκοπία. Οι Αμερικανοί προσπαθούν ήδη να πετύχουν την απελευθέρωσή του. Με τους περισσότερους παρατηρητές να αναμένουν κάτι ανάλογο του 1986.

Πριν από λίγες μέρες, το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης άσκησε δίωξη εναντίον ενός φερόμενου ως Ρώσου κατασκόπου που σπούδαζε στις ΗΠΑ με πλαστή ταυτότητα, υποδυόμενος έναν φοιτητή από τη Βραζιλία. Η μετέπειτα σύλληψη του Γκέρσκοβιτς βγάζει έτσι περισσότερο νόημα…

Για δες, ακόμα μια φορά που η ιστορία επαναλαμβάνεται. Σαν φάρσα ή ως δράμα, όπως προτιμά να το προσεγγίσει κανείς.