Το νέο φρούτο που μπήκε στην πολιτική-εκλογική συζήτηση από το μεσημέρι της Πέμπτης 25 Μαϊου είναι ο «ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής». Η γραπτή δήλωση του Ηλία Κασιδιάρη ότι προτίθεται να συμμετάσχει ως ανεξάρτητος υποψήφιος με συνδυασμό υπό την ονομασία «Έλληνες» στις εκλογές της 25ης Ιουνίου στην περιφέρεια Α’ Αθήνας, καθώς και να ηγηθεί «συνασπισμού ανεξάρτητων υποψηφίων», όπως τους αποκάλεσε, σε όλη την Ελλάδα, έφερε πάλι στο προσκήνιο την έννοια του ανεξάρτητου βουλευτή. Κι αν με αυτόν τον τρόπο μπορεί να παρακάμψει τη νομοθεσία που απαγόρεψε σ’ αυτόν και το κόμμα του την εκλογική κάθοδο.

Είναι καιρός, λοιπόν, να ρίξουμε μια ματιά στους νόμους και την ιστορία των ανεξάρτητων υποψηφίων στις ελληνικές εκλογές. Για να ξεκαθαρίσουμε μια και καλή πόσο διαφορετική λογίζεται η ανεξάρτητη υποψηφιότητα απ’ αυτή ενός κόμματος. Και η σημαντικότερη διαφορά της κουτουλάει με την βασική σκέψη του Κασιδιάρη. Σε τέτοιο βαθμό, που δεν είναι δυνατό να μη λογίζεται ως αυτονόητη.

Υποψηφιότητα μόνο σε μία περιφέρεια

Κατ’ αρχάς, ο ορισμός. Στο πολιτικό μας σύστημα επιτρέπεται εκτός από κόμματα να συμμετέχουν και ανεξάρτητοι υποψήφιοι, αλλά και μεμονωμένοι υποψήφιοι. Ως ανεξάρτητος λογίζεται ο υποψήφιος, ο οποίος δηλώνει ότι ο συνδυασμός του δεν έχει εξάρτηση από κανένα κόμμα, απ’ όσα συμμετέχουν στις εκλογές.

Ποια είναι η διαφορά των ανεξάρτητων από τους μεμονωμένους; Ότι οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι μπορούν να σχηματίσουν «συνδυασμό», δηλαδή δικό τους ψηφοδέλτιο, αλλά μόνο ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΜΙΑΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ (τα κεφαλαία για υπογράμμιση). Οι μεμονωμένοι υποψήφιοι κατεβαίνουν στις εκλογές μόνοι τους και βασίζονται μόνο στις προσωπικές ψήφους για να εκλεγούν βουλευτές.

Τι σημαίνουν τα κεφαλαία; Ότι ένας συνδυασμός ανεξάρτητων αντιμετωπίζεται ως κόμμα μόνο σε μία εκλογική περιφέρεια, σ’ αυτήν που συμμετέχει. Μπορούν να συμμετάσχουν δεκάδες ανεξάρτητοι συνδυασμοί στις εκλογές στις κατά τόπους εκλογικές περιφέρειες, όμως ΟΙ ΨΗΦΟΙ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΘΡΟΙΖΟΝΤΑΙ. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με το νόμο, ο συνδυασμός ανεξάρτητων υποψήφιων της περιφέρειας Α’ Αθήνας ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ με κάποιον επίσης συνδυασμό ανεξάρτητων που μπορεί να εμφανιστεί στην περιφέρεια Βοιωτίας. Για το νόμο, οι δύο συνδυασμοί είναι σαν τα μήλα με τα πορτοκάλια. Δεν μπαίνουν στο ίδιο καλάθι.

Προφανώς, αν κάποιοι «συνδυασμοί ανεξάρτητων» αποπειραθούν να πάρουν έγκριση από το Α’ τμήμα του Αρείου Πάγου χρησιμοποιώντας το ίδιο έμβλημα και όνομα, θα αποκλειστούν. Κι αυτό, διότι απαγορεύεται να κατέβουν στις εκλογές «ίδια» κόμματα με έμβλημα και όνομα. Αν, επίσης, αποπειραθούν να πάρουν έγκριση με διαφορετικά εμβλήματα και ονόματα, όσων οι συνδυασμοί δεν έχουν νομικά κωλύματα θα πάρουν μεν έγκριση, αλλά θα αντιμετωπιστούν ως διαφορετικοί συνδυασμοί απ’ όλη την Ελλάδα.

Το όριο του 3% σε όλη τη χώρα

Αυτό σημαίνει ότι θα καταγράψουν μεν δυνάμεις (τα ψηφοδέλτια που θα λάβουν θα είναι καθ’ όλα έγκυρα), όμως κάθε συνδυασμός ανεξαρτήτων για να κερδίσει έδρες στο κοινοβούλιο θα πρέπει να υπερβεί το όριο του 3% των έγκυρων ψηφοδελτίων ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ.

Στις εκλογές της 21ης Μαϊου το 3% των έγκυρων ψηφοδελτίων αντιστοιχούσε σε 177.043 ψηφοδέλτια. Ένας συνδυασμός ανεξάρτητων, δηλαδή, στην Α’ Αθήνας θα έπρεπε να πάρει αυτόν τον αριθμό ψηφοδελτίων στα συνολικά 246.707 έγκυρα ψηφοδέλτια, δηλαδή το… 71,62% των συνολικών ψήφων της περιφέρειας!

Καταλαβαίνει κανείς ότι, με το πανελλαδικό όριο του 3% που ισχύει, η πιθανότητα ένας συνδυασμός ανεξάρτητων να πάρει έδρες στη βουλή είναι απολύτως μηδαμινή. Ακόμα και σε μια μονοεδρική περιφέρεια αν επικρατούσε, και πάλι δεν θα μπορούσε να κατοχυρώσει την έδρα, ακριβώς διότι δεν πληροί το πρώτο κριτήριο του νόμου: Δεν υπερβαίνει το 3% των έγκυρων ψηφοδελτίων ανά την επικράτεια.

Μουσουλμάνοι, Βαρδινογιάννης και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης!

Η ιστορία των ανεξάρτητων υποψήφιων στην Ελλάδα πάει βαθιά στο χρόνο, αλλά έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τα κόμματα απ’ όση φαντάζεται κανείς. Στο εκπληκτικό του βιβλίο «Η καχεκτική δημοκρατία, κόμματα και εκλογές, 1946-1967» (εκδ. Πατάκη, 2001) , ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος κατέγραψε σε ξεχωριστό παράρτημα τους ανεξάρτητους υποψήφιους που είχαν λάβει μέρος στις εκλογές 1936-1964. Ορισμένες υποψηφιότητες ήταν, μάλιστα, πετυχημένες, επειδή οι εκλογικοί νόμοι της εποχής έδιναν το δικαίωμα σε ανεξάρτητες υποψηφιότητες να διεκδικήσουν έδρες.

Μέχρι να καθιερωθεί το πανελλαδικό όριο του 3% (από τις εκλογές του 1993 δηλαδή) οι προηγούμενοι εκλογικοί νόμοι όριζαν ότι «ανεξάρτητη υποψηφιότητα θεωρείται επιτυχούσα αν υπερβεί το εκλογικό μέτρο της εκλογικής περιφέρειας, στην οποία συμμετέχει ο ανεξάρτητος υποψήφιος».

Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 οι μοναδικές ανεξάρτητες υποψηφιότητες που κέρδισαν έδρες στην ελληνική Βουλή ήταν αυτές των συνδυασμών μουσουλμάνων υποψήφιων στις περιφέρειες Ξάνθης και Ροδόπης εκλογές του 1989 και του 1990. Μάλιστα οι δύο συνδυασμοί, παρ’ ότι είχαν το ίδιο κίνητρο και στόχο (την ανεξάρτητη εκπροσώπηση της μουσουλμανικής μειονότητας) είχαν εμφανιστεί με διαφορετικά ονόματα, «Πεπρωμένο» και «Εμπιστοσύνη» αντίστοιχα.

Τυπικά, ως ανεξάρτητες υποψηφιότητες ήταν και αυτές του Απόστολου Λάζαρη στη Λευκάδα στις εκλογές του 1989 και των υποψήφιων ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμού στις τέσσερις από τις πέντε μονοεδρικές περιφέρειες τότε (Λευκάδας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Σάμου), που κέρδισαν μεν την έδρα με τη στήριξη των ψηφοφόρων των δύο κομμάτων και μετά, ανά δύο, εντάχθηκαν στις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ.

Κάπως άγνωστο είναι και το γεγονός ότι στις εκλογές του 1974 παραλίγο να εκλεγεί ως ανεξάρτητος υποψήφιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης! Ο «Δημοκρατικός Συνδυασμός Νομού Χανίων», του οποίου ήταν μοναδικός υποψήφιος, είχε πάρει 18,35% στο νομό Χανίων, ήτοι 13.193 ψηφοδέλτια, ενώ το εκλογικό μέτρο ήταν 17.972 ψηφοδέλτια. Στον διπλανό νομό Ρεθύμνου ο επίσης ανεξάρτητος «Φιλελεύθερος Δημοκρατικός Συνδυασμός Ρεθύμνης» με επικεφαλής τον Παύλο Βαρδινογιάννη και συνυποψήφιο τον Μιχάλη Σκουλά είχε πάρει 8.812 ψήφους, δηλαδή το 22,26% της περιφέρειας.

Ως το 1993 οι ανεξάρτητες υποψηφιότητες ήταν αρκετές σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, παρ’ ότι είχαν επίσης λίγες ελπίδες επιτυχίας. Από το 1993 και μετά, ακριβώς λόγω του 3%, ατόνησαν και ελαχιστοποιήθηκαν. Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις ελάχιστοι ήταν οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι κι ακόμα πιο ελάχιστη η επιρροή που κατέγραψαν.