Για τους Αμερικανούς ήταν μάλλον κάτι σαν την πίτσα, ένα δηλαδή από τα πιο διάσημα πιάτα της πατρίδας του. Τους άρεσε, και πολύ μάλιστα. Αλλά όπως έκαναν και με το εκλεκτό έδεσμα, δεν θα ησύχαζαν αν δεν τον «πείραζαν», αν δεν τον έφερναν στα δικά τους μέτρα (που συχνά δεν έχουν μέτρο…). Ο Ρομπέρτο Μπενίνι πάλι, δεν τους προσέγγισε λιμασμένος για δόξα και χρήμα. Ούτε και αφ’ υψηλού. Έμεινε ο εαυτός του. Καλύτερη δουλειά, μεταφορικά και κυριολεκτικά, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει.

Εκείνη ήταν η εποχή του La Vita e Bella (Η Ζωή είναι Ωραία). Είχαν ξετρελαθεί άπαντες με τον τρόπο που κατάφερε να βγάλει φως μέσα από το σκοτάδι του Ολοκαυτώματος. Ακροβατώντας με μαεστρία στις λεπτές αποχρώσεις της ένωσης κωμωδίας και τραγωδίας που όριζε το σενάριο, ένα απαράμιλλο υβρίδιο αθωότητας και πονηριάς.

Επέλεξε ή δεν μπόρεσε, αυτά τα δύο συχνά δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζουμε, να μην παίξει το παιχνίδι του Χόλιγουντ κυνηγώντας τη μεγάλη καριέρα στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Συνέχισε να κάνει όσα ήθελε καλλιτεχνικά, με τον τρόπο που αυτός προτιμούσε. Tο πέρασμά του από το Αστερίξ και Οβελίξ, το 1999, σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται.

Έμεινε τουτέστιν πιστός στην παραδοσιακή συνταγή. Η νοστιμιά βρίσκεται στην απλότητα. Και ο Ρομπέρτο Μπενίνι είναι ένας άνθρωπος, ένας επαγγελματίας γεμάτος με ιστορίες που εξυψώνουν αυτήν την έλλειψη βεντετισμού, του σεβασμού σε αρχές και αξίες.

Η αποτυχία του Πινόκιο, το 2002, τον πίκρανε. Άκουσε πολλά τότε. Βγήκε από τον υπόνομο της ανθρώπινης κακοψυχιάς ένας φθόνος και ένας εμπαιγμός που δεν περίμενε. Έκανε, όμως, και την αυτοκριτική του.

Κατάλαβε πως δεν είχε βάλει αρκετά από τον εαυτό του στο ρόλο. Πως συμβιβάστηκε επίσης, ότι το παρασκέφτηκε. ‘Έχασε ενδεχομένως την ουσία εγκλωβισμένος σε αυτό που συνοψιζόταν ως «Μπενινισμοί» ήτοι μια υπερβολή που τον διακατέχει στην κινησιολογία.

Τα επόμενα χρόνια επένδυσε στο να κάνει λίγα πράγματα και καλά. Με την ταυτότητά του, με το ύφος του, με τα «θέλω» του. Τον είδαμε σε δουλειές 2 μεγάλων σκηνοθετών (στο Coffee and Cigarettes του Τζιμ Τζάρμους και στο To Rome with Love του Γούντι Άλεν, με τον οποίο κάποτε τον είχαν συγκρίνει, μάλλον επιφανειακά). Τον είδαμε κυρίως να δοκιμάζει ξανά με τον Πινόκιο. Το 2019. Κι αυτή τη φορά όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Η δικαίωση, ο επιμένων νικά.

Ρομπέρτο Μπενίνι

Ο Ρομπέρτο Μπενίνι, στα 71 του πια (από τις 27/10), ξέρει πως τα καλύτερα έχουν περάσει, ο χρόνος χάρες δεν κάνει σε κανέναν. Αλλά όποτε διηγείται τις ιστορίες του, με αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο και μοναδικό του τρόπο, εμείς κρεμόμαστε από τα χείλη του. Η δύναμη της γλυκάδας, της οικειότητας.

Ο λόγος του Ρομπέρτο Μπενίνι στα Όσκαρ

Η βράβευσή του με Όσκαρ, το 1999, ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις μαζί και τις πιο εμβληματικές στιγμές στην ιστορία του θεσμού. Ο πρώτος μη αγγλόφωνος ηθοποιός που κέρδισε το Α’ ανδρικού, παράλληλα πήρε και το Σκηνοθεσίας, του Σεναρίου, μιλάμε για τον απόλυτο one man show θρίαμβο. Το La Vita e Bella είχε προταθεί συνολικά για 7 Βραβεία.

Ο λόγος του με το χρυσό αγαλματίδιο ανά χείρας και τη σαγηνευτική Σοφία Λόρεν πλάι του ως παρουσιάστρια ήταν η αποθέωση του αυθορμητισμού, του συναισθήματος. Και λίγο αμήχανο, για να τα λέμε όλα.

Ιταλικά, αγγλικά, αλλεπάλληλα «ευχαριστώ», ασύνδετα πράγματα, όλα μαζί ένα κουβάρι. Αν μας ζητούσαν να ορίσουμε την ευτυχία, θα το βάζαμε στη λίστα με τα παραδείγματα. Το κοινό από κάτω μπορεί να μην πολυκατάλαβαινε τι άκουγε, σίγουρα όμως εισέπραττε πως αυτό που ερχόταν από τη σκηνή δεν είχε τίποτα το προσποιητό, το επιτηδευμένο.

Σημειωτέον πως λίγο καιρό νωρίτερα, όταν ταινία βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, ο Ρομπέρτο Μπενίνι είχε δώσει ξανά σόου. Σκύβοντας μπροστά στα πόδια του Μάρτιν Σκορσέζε και αρχίζοντας να του τα… φιλάει! Εν συνέχεια, σηκώθηκε και άρχισε να φιλάει (στο μάγουλο) όλα τα μέλη της επιτροπής.

Νικολέτα, σ’ αγαπώ

Χρόνια αργότερα, το 2021, ο Ρομπέρτο Μπενίνι θα επιβεβαιώνει πως τα βραβεία γι’ αυτόν είναι μάλλον μια ευκαιρία να πει αυτά που νιώθει στο ευρύ κοινό, να ξεγυμνώσει τον εσωτερικό του κόσμο με το ακριβώς ανάποδο του πρόστυχου. Είχε μόλις πάρει το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας για το σύνολο του έργου του στην τέχνη.

Η δημόσια ερωτική εξομολόγησή του προς τη γυναίκα του, Νικολέτα Μπράσκι, που είναι επίσης ηθοποιός, ήταν από αυτές που και από σίδερο να είσαι, «νιώθεις». Τι γλυκό να σε αγαπούν και να σου το λένε. Τι γλυκό να αγαπάς και να το φωνάζεις.

«Χωρίζουμε αυτό το λιοντάρι, παίρνω την ουρά, για να σου δείξω τη χαρά μου, τη χαρά μου που κουνιέται σαν ουρά. Εσύ, παίρνεις τα υπόλοιπα, ειδικά τα φτερά είναι δικά σου, γιατί αν στη δουλειά έχω πετάξει μερικές φορές είναι χάρη σε σένα, χάρη στο ταλέντο, στο μυστήριο σου, στη γοητεία σου, στην ομορφιά σου, στη θηλυκότητα σου, στο να είσαι γυναίκα», είπε.

Να προσθέσουμε απλά πως είναι μαζί από το 1983 και παντρεμένοι από το 1991… «Αυτό που αγαπάω περισσότερο πάνω της είναι ότι ξέρει να γελάει. Είναι διαφορετικό, τόσο ιδιαίτερο», έχει δηλώσει, επίσης.

Ρομπέρτο Μπενίνι

Το La Vita e Bella ήταν και προσωπική υπόθεση

Ο πατέρας του, Λουίτζι, ήταν ένας φτωχός αγρότης από την Τοσκάνη, που υπηρέτησε στο στρατό στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε σταλεί στην Αλβανία. Βρέθηκε σε στρατόπεδο εργασίας όταν η Ιταλία έφυγε από το ναζιστικό μέτωπο, το 1943. Ως εκ τούτου και συνολικά για 2 χρόνια, ο Μπενίνι ο πρεσβύτερος βρέθηκε να διαβιεί σε άθλιες συνθήκες ακραίας πείνας και όταν τελικά αποφυλακίστηκε, ήταν στα όρια του από πλευράς σωματικών αντοχών.

Ο Ρομπέρτο θυμόταν από μικρός τον πατέρα του να διηγείται ιστορίες από εκείνες τις επώδυνες μέρες. Για το πώς, νύχτα μέρα, έβλεπε γύρω του ανθρώπους να σβήνουν, μην αντέχοντας άλλο τις κακουχίες. Μόνο που για να τον προστατεύσει, τόσο αυτόν όσο και τις 3 μεγαλύτερες αδελφές του, τα έλεγε όλα με ένα μοναδικό τρόπο, σχεδόν αστείο. Αυτό(ν) ξεπατίκωσε στο La Vita e Bella. Ναι, η ταινία, στην πραγματικότητα, είναι μια ωδή προς τον πατέρα του…

Ρομπέρτο Μπενίνι

Γενικότερα ομιλώντας, ήταν μεγάλο το ρίσκο που πήρε ο Ρομπέρτο Μπενίνι αποφασίζοντας να προσεγγίσει με μια πιο ανάλαφρη διάθεση μια τόσο τραγική στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Το να γελοιοποιηθεί ήταν υπαρκτός κίνδυνος.

Εκ του αποτελέσματος, στάθηκε απόλυτα στο ύψος των απαιτήσεων. Έχοντας κάνει και πολύ μελέτη για το θέμα. Βούτηξε στα βιβλία της ιστορίας, μίλησε με πολύ κόσμο, οτιδήποτε προκειμένου να είναι πιστός στα γεγονότα και να αποφύγει τις παρεξηγήσεις.

Επίσης μελέτησε επισταμένως σπουδαίες ταινίες που είχαν καταπιαστεί με το ζήτημα, όπως τη Λίστα του Σίντλερ και τον Μεγάλο Δικτάτορα – παρεμπιπτόντως, η στολή κρατουμένου που φοράει στην ταινία έχει το ίδιο νούμερο με αυτό του Τσάρλι Τσάπλιν (στον Μεγάλο Δικτάτορα).

Πιο ερωτικός από τον… Ντι Κάπριο!

Η επιτυχία του La Vita e Bella ήταν τεράστια παρά την αρχικά μάλλον μουδιασμένη υποδοχή των κριτικών. Το κοινό το(ν) λάτρεψε. Στην Ιταλία, ο κόσμος έκανε μεγαλύτερες ουρές για να δει αυτήν την ταινία ακόμα και από τον Τιτανικό, που οι λίγο μεγαλύτεροι θα θυμούνται πως γέμιζε τις αίθουσες επί μήνες, όπου παιζόταν.

Σε έρευνα που είχε γίνει τότε στη γειτονική χώρα, το 30% των γυναικών που ρωτήθηκαν είχαν απαντήσει «Ρομπέρτο Μπενίνι» στην ερώτηση με ποιον θα ήθελαν να πάνε ένα ταξίδι – το 20% μόνο είχε απαντήσει «Λεονάρντο Ντι Κάπριο». Χιούμορ, το καλύτερο… αφροδισιακό!  

Ο αντισυμβατικός standup comedian που έγινε «χρυσωρυχείο»

Από τα 70s όταν και ο Ρομπέρτο Μπενίνι έκανε μονολόγους σε μικρές πειραματικές σκηνές της Ρώμη ως τα σήμερα, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Εκπομπές, αρχικά, στην ιταλική τηλεόραση με σάτιρα πολύ προχωρημένη για την εποχή και αιχμηρή όπως πρέπει. Το 1980 εξορίστηκε από τα on air επειδή κορόιδεψε τον Πάπα, η τιμωρία του κράτησε ένα χρόνο. Με την τόλμη της νιότης, του άρεσε να προκαλεί. Όσο μακριά πάντως μπορούσε να το πάει on stage τόσο πράος και ήσυχος ήταν στην κανονική του ζωή.

Σταδιακά έγινε μέγας σταρ στην πατρίδα του, η κότα με τα χρυσά αυγά για την εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία. Το Johnny Stecchino (1991) έκανε περισσότερα εισιτήρια από τα Ρομπέν των Δασών, Terminator II και το Il Mostro (1994) άφησε πίσω του τον Βασιλιά των Λιονταριών και το Φόρεστ Γκαμπ.

Αυτό το διάστημα αποπειράθηκε να γοητεύσει το αμερικανικό κοινό, έπαιξε στο καλτ Down by Law (Στην Παγίδα του Νόμου) του Τζιμ Τζάρμους το 1986 και αργότερα σε μια συνέχεια του franchise του Ροζ Πάνθηρα, αλλά δίχως να ξεχωρίσει. Δεν τον πείραξε. Πάντα ήταν οπλισμένος με μια ζηλευτή αυτογνωσία για το τι μπορεί και τι όχι να κάνει ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης. Επίσης είχε και τη σωστή δόση αυτοπεποίθησης για να μη χαλιέται όταν κάτι δεν πηγαίνει καλά.

Ρομπέρτο Μπενίνι

Η ουσία βρίσκεται στα απλά πράγματα

Όσο ζούσαν οι γονείς του, Λουίτζι και Ιζολίνα πήγαινε συχνά πυκνά στη μικρή πόλη του Βερτζάιο, όπου μεγάλωσε και έμεναν, για να περάσει χρόνο μαζί τους. Το είχε ανάγκη και επί προσωπικού να επικοινωνεί με τον τόπο του.

Από τις 3 αδελφές του, πάντα ένιωθε πιο κοντά με την Άννα. Μαζί προσπαθούσαν, όταν ήταν παιδιά, να μπουν κρυφά να δουν ταινίες στο σινεμά, αφού δεν είχαν λεφτά για να πάρουν εισιτήριο. Ήταν πολύ καλός μαθητής και από μικρός εντάχθηκε στο χώρο της Αριστεράς. Ιδεολογικές και πολιτικές ανησυχίες που εντάθηκαν όταν ήταν φοιτητής, στη Φλωρεντία.

Εκείνη την εποχή επίσης, μπορούσε να απαγγείλει από μνήμης σχεδόν όλη τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη! Ναι, τόσο παθιασμένος ήταν με αυτό το έργο-μνημείο της ιταλικής, αλλά και παγκόσμιας, πολιτιστικής κληρονομιάς.

Του αρέσουν πολύ τα παιχνίδια με τράπουλα – μόνο εκεί μπορεί κανείς να τον δει να αγριεύει, σιχαίνεται να χάνει. Λατρεύει επίσης τα κουίζ, τις σπαζοκεφαλιές και τους γρίφους. Ένας από τους φίλους με τους οποίους αγαπούσε ιδιαίτερα αυτού του είδους τα παιχνίδια ήταν ο αείμνηστος Ουμπέρτο Έκο.

Ακαδημαϊκές παρέες; Κολλάει γάντι αν σκεφτούμε πως ο Ρομπέρτο Μπενίνι είναι επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης! Από το 2012 όταν και τιμήθηκε για την καλλιτεχνική του διαδρομή και το πρωτοποριακό εκφραστικό πνεύμα, σε συνδυασμό με τον ιταλικό πολιτισμό. Και τότε σαν να είχε κερδίσει Όσκαρ έκανε…