Στη σύλληψη των δύο ανδρών που ενεπλάκησαν σε ανταλλαγή πυροβολισμών τα ξημερώματα της Τρίτης 29 Αυγούστου, προχώρησαν οι αστυνομικοί του Ανθρωποκτονιών. Ένας 35χρονος ελληνικής και ένας 36χρονος αλβανικής καταγωγής ήταν οι πρωταγωνιστές του περιστατικού στην περιοχή του Μενιδίου, με τις Αρχές ν’ ανακαλύπτουν αφ’ ενός το επίπεδο εμπλοκής τους στην υπόθεση, αφ’ ετέρου να διαπιστώνουν το ιδιαίτερα βαρύ παρελθόν τους. Ο ένας από τους δύο άλλωστε έχει εμπλακεί στη δολοφονία των αστυνομικών της ΔΙ.ΑΣ., Γιώργου Σκυλογιάννη και Γιάννη Ευαγγελινέλη την 1η Μαρτίου του 2011.

Το πιστολίδι στο Μενίδι

Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, το περιστατικό σημειώθηκε τα ξημερώματα της Τρίτης 29/8 και συγκεκριμένα γύρω στις 04:15.

Συγκεκριμένα σε πάρκο στο ύψος της οδού Παναγίας Σουμελά στη συνοικία της Αγίας Μαύρας υπήρξε αναφορά για ένοπλο επεισόδιο. Δύο άνδρες τραυματίστηκαν από πυροβολισμούς, ενώ υπήρχαν αναφορές που μιλούσαν για διαπληκτισμό μεταξύ τους.

Όταν η ΕΛ.ΑΣ. έφτασε στο σημείο, το περιστατικό είχε λάβει τέλος. Ένας 36χρονος αλβανικής καταγωγής κείτονταν τραυματισμένος στο κεφάλι από πυροβολισμό. Το ΕΚΑΒ τον μετέφερε εσπευσμένα στο ΚΑΤ, με τους γιατρούς να δίνουν μάχη για να τον κρατήσουν στη ζωή.

Μερικές ώρες αργότερα, ένας ακόμη άνδρας 35χρονος, αυτή τη φορά ελληνικής καταγωγής μεταφέρθηκε με ιδία μέσα στο Λαϊκό Νοσοκομείο λόγω τραυματισμού από πυροβόλο όπλο στα κάτω άκρα. Οι Αρχές εκτίμησαν πως πήρε με κάποιον τρόπο μέρος στο ένοπλο επεισόδιο στην Παναγίας Σουμελά και τον έθεσαν υπό παρακολούθηση.

Η εξιχνίαση

Μετά από ενδελεχή έρευνα, οι αστυνομικοί της Ασφάλειας κατάφεραν να διακριβώσουν τα όσα συνέβησαν στο σημείο και να ταυτοποιήσουν τη συμμετοχή των δύο τραυματιών.

Την αρχή φέρεται να έκανε ο 35χρονος. Ήταν εκείνος που προσέγγισε τον 36χρονο Αλβανό με σκοπό να λύσουν προσωπικές διαφορές. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό αν οι δύο παραβατικοί είχαν οργανώσει ραντεβού.

Ο ελληνικής καταγωγής 35χρονος για κάποιο λόγο απομακρύνθηκε στο σημείο, ωστόσο άφησε ένα τσαντάκι το οποίο περιείχε ένα περίστροφο. Ο 36χρονος Αλβανός το άρπαξε και πυροβόλησε τον πρώτο στην κνήμη. Το περιστατικό δεν τελείωσε όμως εκεί. Ο 35χρονος απέσπασε το πιστόλι και πυροβόλησε τον 36χρονο στο κεφάλι.

Ο 35χρονος και ο βαρύς φάκελος

Οι δύο άνδρες συνελήφθησαν δυνάμει ενταλμάτων με την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Ωστόσο και οι δύο έχουν ήδη βαρύτατο φάκελο στην Ασφάλεια. Από τη μία ο 36χρονος Αλβανός έχει κατηγορηθεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, για διακεκριμένες κλοπές αλλά και διακίνηση ναρκωτικών.

Από την άλλη ο 35χρονος έχει κατηγορηθεί επίσης για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, για κλοπές και ληστείες, όπως επίσης για συμμετοχή στο αιματηρό περιστατικό της 1ης Μαρτίου του 2011, που κατέληξε στη δολοφονία των δύο ειδικών φρουρών.

Πληροφορίες αναφέρουν δε, πως πρόκειται για έναν από εκείνους τους εμπλεκόμενους, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί στον πρώτο βαθμό, αλλά αθωώθηκαν -και μάλιστα με επεισοδιακό τρόπο- στο Εφετείο.

Η ΕΛ.ΑΣ. για τη σύλληψη των δύο εγκληματιών

Για τη σύλληψη των δύο εγκληματιών, η ΕΛ.ΑΣ. εξέδωσε σχετική ανακοίνωση, περιγράφοντας το περιστατικό της Τρίτης 29 Αυγούστου:

«Από το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, εξιχνιάστηκε υπόθεση συμπλοκής μεταξύ δύο ατόμων με εκατέρωθεν πυροβολισμούς που σημειώθηκαν πρώτες πρωινές ώρες της 29-8-2023, στον προαύλιο χώρο Ιερού Ναού στις Αχαρνές.

Για την υπόθεση συνελήφθησαν δυνάμει σχετικών ενταλμάτων 36χρονος και 35χρονος, οι οποίοι κατηγορούνται για το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας.

Όπως προέκυψε από την προανακριτική έρευνα, οι κατηγορούμενοι βρίσκονταν στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού Ναού, όταν ο 35χρονος προσέγγισε τον 36χρονο με σκοπό να επιλύσουν προσωπικές τους διαφορές.

Ακολούθως, ο 35χρονος απομακρύνθηκε από το σημείο, έχοντας ξεχάσει στο τραπέζι τσαντάκι το οποίο περιείχε περίστροφο, με το οποίο ο 36χρονος τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στην κνήμη, ενώ στη συνέχεια ο 35χρονος, αφού ανέκτησε το όπλο, πυροβόλησε και έπληξε τον 36χρονο στο κεφάλι.

Ο 36χρονος διακομίστηκε με ασθενοφόρο σε νοσοκομείο, όπου εξακολουθεί να νοσηλεύεται, ενώ τον 35χρονο μετέφεραν οικείοι του σε άλλο νοσοκομείο.

Σημειώνεται ότι, και οι δύο συλληφθέντες έχουν -κατά περίπτωση- κατηγορηθεί στο παρελθόν για σοβαρά αδικήματα, όπως ανθρωποκτονία, συμμετοχή και ένταξη σε εγκληματικές οργανώσεις που διαπράττουν αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας και διακίνηση ναρκωτικών».

Το μοιραίο απόγευμα της 1ης Μαρτίου

35χρονος

Μεταξύ 17:00 και 18:00 το απόγευμα της 1ης Μαρτίου του 2011, μία ομάδα τουλάχιστον τεσσάρων δραστών ληστεύουν ένα περίπτερο στην περιοχή του Μενιδίου. Όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων είχε προηγηθεί προμελέτη.

Οι ληστές γνώριζαν πως εκείνη την ημέρα το περίπτερο θα προέβαινε σε ανεφοδιασμό και ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ν’ αποσπάσουν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Λίγο αργότερα η ληστεία πραγματοποιείται. Οι δράστες χρησιμοποιώντας ένα κλεμμένο γκρι τζιπ μάρκας Volvo διαφεύγουν με κατεύθυνση προς τον Πειραιά.

Ο περιπτεράς τηλεφωνεί αμέσως στην Άμεση Δράση. «ΖΚΧ 3536», είναι ο αριθμός της πινακίδας του μοιραίου αυτοκινήτου. Ο επιχειρηματίας μεταφέρει τα στοιχεία στο Κέντρο Επιχειρήσεων της ΕΛ.ΑΣ. και αμέσως δίνεται σήμα στις δυνάμεις των γύρω περιοχών. Μία ομάδα ΔΙ.ΑΣ. αποτελούμενη από δύο μοτοσυκλέτες και τέσσερις συνολικά αστυνομικούς, εντοπίζουν το όχημα και ξεκινούν διακριτική παρακολούθηση κατά μήκος της λεωφόρου Κηφισού. Ζητούνται ενισχύσεις και μέσα σε λίγα μέτρα η δύναμη τριπλασιάστηκε.

Το κομβόι φτάνει στο ύψος του Ρέντη. Οι δράστες έχουν αντιληφθεί την παρουσία των αστυνομικών, παρά το γεγονός πως δεν είχαν ανάψει τους φάρους. Βγαίνουν στον παράδρομο και κινούνται ανάποδα στον μονόδρομο της οδού Περικλέους. Ακινητοποιούν το αυτοκίνητο και στήνουν ενέδρα.

Οι αστυνομικοί της ΔΙ.ΑΣ. προσπαθούν να εντοπίσουν εκ νέου το αυτοκίνητο. Ταυτόχρονα περισσότερες ενισχύσεις έφταναν στο σημείο. Η ενημέρωση που είχαν ήταν πως οι δράστες έφεραν βαρύ οπλισμό.. Πλησιάζοντας στη διασταύρωση των οδών Περικλέους και Παντελή Νικολαΐδη εντοπίζονται από τους ληστές οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλο βγάζουν από τα παράθυρα τα όπλα τους.

Οι αστυνομικοί βρίσκονται μετά βίας σε απόσταση 20 μέτρων. Οι δράστες χρησιμοποιούν Καλάσνικοφ και πυροβολούν με μανία. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και τέσσερις αστυνομικοί πέφτουν στο έδαφος. Σχεδόν ταυτόχρονα πλησιάζουν οι συνάδελφοί τους. Οι δράστες βάζουν ξανά μπρος και εξαφανίζονται.

«Στις 18:30 πήραμε σήμα για μια ληστεία στο Μενίδι απ’ όπου διέφυγε ένα γκρι Volvo στο οποίο επέβαιναν άτομα με βαρύ οπλισμό. Ύστερα από λίγα λεπτά το εντοπίσαμε στον Κηφισό, στο ρεύμα προς Πειραιά.

Στο ύψος του Ρέντη έκανε ελιγμό στον παράδρομο. Ήμασταν πίσω του στα 50 μέτρα χωρίς να έχουμε αναμμένο φάρο. Με το που έστριψε, ανέπτυξε ταχύτητα και φρέναρε απότομα. Η απόστασή μας μειώθηκε στα 15 – 20 μέτρα.

Πριν προλάβουμε να σταματήσουμε, βλέπω ένα Καλάσνικοφ να βγαίνει από το παράθυρο, από την πλευρά του οδηγού και να μας ρίχνει κατά ριπάς. Έπεσα χτυπημένος από σφαίρα. Προσπαθούσα να πάρω κάλυψη και μετά να ανταποδώσω.

Ένιωθα αδύναμος και γύρω μου είδα 20 άτομα πεσμένα κάτω. Στα γόνατά μου ήταν το κεφάλι του Γιώργου και δίπλα μου ο Γιάννης. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω και παρακαλούσα τον Θεό να με βοηθήσει ή να με αφήσει να τελειώσω εκεί».

Αυτή ήταν η μαρτυρία του Παναγιώτη Γ. ενός εκ των αστυνομικών που πήρε μέρος στο περιστατικό και τραυματίστηκε σοβαρά. Εκείνο το μοιραίο απόγευμα έμελλε να χαραχτεί στο μυαλό και στο σώμα του η ανάμνηση του θανάτου των δύο συναδέλφων του.

Ζήτημα τιμής

35χρονος

Για την Αστυνομία, η εξιχνίαση των δολοφονιών των Ευαγγελινέλη και Σκυλογιάννη έγινε ζήτημα τιμής. Τα 24ωρα που ακολούθησαν όλο το Σώμα αναζητούσε λυσσαλέα τους δράστες.

Η συνδρομή της Αντιτρομοκρατικής ήταν καθοριστική. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το παζλ είχε αρχίσει να συντίθεται. Υπήρχαν πληροφορίες πως εκτός από τους προαναφερόμενους δράστες υπήρχαν συνεργοί. Το «παιχνίδι» άνοιγε επικίνδυνα. Η ομάδα εξελίχθηκε σε εγκληματική οργάνωση. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προσδιόρισαν τους κακοποιούς ως μέλη της ρωσικής μαφίας, ένεκα των καταβολών τους, αφού οι περισσότεροι είναι ομογενείς από την πρώην ΕΣΣΔ.

Ενδεικτική της έντασης των ερευνών αποτελεί η τότε ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. σχετικά με την εξιχνίαση της δολοφονίας των υπαρχιφυλάκων Σκυλογιάννη και Ευαγγελινέλη:

«[…] Στο πλαίσιο των ερευνών για την εξιχνίαση της δολοφονίας των δύο αστυνομικών της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. από τέσσερις (4) δράστες, οι οποίοι προηγουμένως είχαν ληστέψει περίπτερο στο Μενίδι και καταδιώκονταν προκειμένου να συλληφθούν, ύστερα από συντονισμένες, διαδοχικές και αναίμακτες επιχειρήσεις της Ασφάλειας Αττικής, της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας και της Ε.Κ.Α.Μ, προσήχθησαν στην Ασφάλεια Αττικής και εξετάστηκαν τριάντα πέντε (35) άτομα. Οι επιχειρήσεις έγιναν σε Πέραμα, Μενίδι, Παλαιό Φάληρο, Θησείο και Καλλιθέα.

Στη διαδικασία της έρευνας και της ανάλυσης πληροφοριών, στοιχείων και δεδομένων, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά τη δολοφονία των δύο αστυνομικών συμμετείχαν η Ασφάλεια Αττικής, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, καθώς και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ενώ σημαντικός ήταν ο ρόλος των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων στη συλλογή και εξερεύνηση των στοιχείων και των πειστηρίων.

Ειδικότερα, ύστερα από την αξιοποίηση ευρημάτων, πληροφοριών, τεχνικών δεδομένων και εξέταση υπόπτων και μαρτύρων, προέκυψε ότι στη δολοφονία των δύο αστυνομικών συμμετείχαν δύο (2) από τους προσαχθέντες, ομογενείς, γεννημένοι στην Ρωσία, ηλικίας 36 και 28 ετών, οι οποίοι συνελήφθησαν, καθώς και δύο (2) ακόμα ομογενείς, επίσης γεννημένοι στην Ρωσία, για τον εντοπισμό των οποίων συνεχίζεται η έρευνα […]».

Η ΕΛ.ΑΣ. έχει ξετινάξει την Αττική. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, όχι μόνο έβαλε στο χέρι τον έναν από εκείνους που πάτησαν την σκανδάλη των Καλάσνικοφ, αλλά μπόρεσαν να χαρτογραφήσουν πλήρως την εγκληματική οργάνωση που είχε σχηματιστεί.

Είχε αρχίσει να εξυφαίνεται πως η ληστεία στο περίπτερο ήταν μία καλά μελετημένη επιχείρηση, οι οποίοι εκτός από εκτελεστικά μέλη, είχε τσιλιαδόρους αλλά και «ειδικούς» στις κλοπές οχημάτων τα οποία η οργάνωση χρησιμοποιούσε «επιχειρησιακά».

35χρονος

Επεισοδιακές δίκες

Στις δίκες που ακολούθησαν η ένταση ήταν μεγάλη. Σε πρώτο βαθμό το Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας είχε επιβάλει δις ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη στους Ι.Σ. και Α.Π. για την εκτέλεση των δυο αστυνομικών της ομάδας ΔΙ.ΑΣ., καθώς επίσης για έξι ακόμη απόπειρες ανθρωποκτονίας και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Την ίδια ποινή επέβαλλε και στον Γ.Ε., τον οποίο κήρυξαν ένοχο για απλή συνέργεια στις ίδιες εγκληματικές πράξεις χωρίς ελαφρυντικά, ο οποίος καταδικάστηκε ερήμην. Σε άλλους 11 επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης από 2 έως 8 έτη.

Στο Εφετείο όμως το σκηνικό άλλαξε. Ο Γ.Ε. αθωώθηκε για την κατηγορία της συνέργειας στη δολοφονία των δύο αστυνομικών, με την ποινή του να πέφτει δραματικά. Έχοντας εκτίσει κάποια χρόνια από την πρωτόδικη ποινή του, ουσιαστικά αφέθηκε ελεύθερος.

Οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι Ι.Σ. και Α.Π. παρέμειναν ισοβίτες ενώ άλλοι εννέα κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές από δύο έως οκτώ χρόνια φυλάκισης.

Οι οικογένειες των δύο αδικοχαμένων παλικαριών ξέσπασαν. Το ίδιο και οι συνάδελφοί τους, οι οποίοι ένιωθαν πλέον ανίσχυροι παρά την υπόσχεση που είχαν δώσει στους δύο γενναίους ειδικούς φρουρούς.

«Σκότωσαν τα παιδιά μας… Είναι δολοφόνοι, θα τους αθωώσετε κιόλας;» φώναζαν οι συγγενείς και οι μητέρες των δύο νεκρών παλικαριών…

Photo credits: Evrokinissi