Ρώτησαν κάποτε τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, αυτή τη διάνοια της παγκόσμιας μουσικής, τι τον ωθεί να γράφει μουσική. Η απάντησή του ήταν η πιο απλή που μπορούσε να δώσει: «Η χαρά! Όταν διευθύνω ένα έργο βρίσκομαι με την πλάτη στο κοινό. Όταν, μετά την τελευταία νότα, γυρίσω να κοιτάξω προς το κοινό και βλέπω χαρούμενα πρόσωπα, αυτή είναι η δύναμη που χρειάζεται κάθε δημιουργός». Αυτό προφανώς σκέφτεται κι o Andre Rieu.

Αυτή τη χαρά που πηγάζει από το άκουσμα της μουσικής που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «κλασική», η ανθρωπότητα την παράχωσε δεκαετίες τώρα σε μπαούλα, πατάρια και αποθήκες. Έγινε ένας τρόπος διασκέδασης για ηλικιωμένους, ανθρώπους που αποκαλούμε της «ελίτ κοινωνίας». Τις περισσότερες φορές μια αναγγελία για μια εκδήλωση κλασικής μουσικής συνοδεύεται από μία αδιόρατη μυρωδιά μούχλας, μια αίσθηση αγέλαστης σοβαρότητας, ένα dress code που μοιάζει άλλης εποχής:  Μαύρα φράκα οι κύριοι, σοβαρές τουαλέτες οι κυρίες.

Ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα αριστουργήματα, οι θεϊκές μουσικές που αποτύπωσαν στο πεντάγραμμο όλοι αυτοί οι μεγάλοι συνθέτες, γράφτηκαν για τον κόσμο. Για να προσφέρουν χαρά. Για να τα εκτιμήσει όχι μόνο η αριστοκρατία, αλλά και ο απλός λαός.

Όλα αυτά πριν τον Andre Rieu. Αυτή την εμβληματική μορφή της παγκόσμιας μουσικής, ο οποίος (επιτέλους!) επισκέφθηκε και τη χώρα μας για δύο πραγματικά εξαιρετικές συναυλίες στην Αθήνα, στο κλειστό του ΟΑΚΑ, στις 12 και 13 Μαρτίου. Έναν μουσικό που δεν είναι υπερβολή να γράψει κανείς ότι επέστρεψε τη μουσική στις… εργοστασιακές της ρυθμίσεις: Η μουσική προσφέρει χαρά, σε όποια μορφή και όποια ταμπέλα κι αν της βάλει κανείς. Κι αυτός όχι μόνο το κατάλαβε νωρίς, αλλά το έκανε και πράξη.

O Andre Rieu είναι ένας σύγχρονος ιππότης-πολεμιστής. Πολεμάει για το καλό της μουσικής. Αντί για σπαθί έχει το δοξάρι του βιολιού του. Και επί 36 χρόνια μάχεται για να σπάσει τα φράγματα της μουσικής. Κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο, ούτε αποδεκτό απ’ όλους όσους θέλουν να κρατήσουν την μουσική διχασμένη και την κλασική μουσική μέσα στη φορμόλη.

Γεννημένος στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας το 1949, τρίτο από έξι παιδιά της οικογένειας, ο Andre Rieu ακολούθησε τα πατρικά χνάρια. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της πόλης και ο γιος έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για το βιολί, το οποίο άρχισε να μαθαίνει ήδη από τα 5 του χρόνια. Μετά από αυστηρές κλασικές σπουδές στη μουσική σε Μάαστριχτ, Λιέγη και Βρυξέλες, άρχισε να συμμετέχει σε ορχήστρες. Ανοιγόταν μπροστά τους ένας δρόμος σίγουρος, περπατημένος από την οικογένεια.

Αυτός, όμως, αποφάσισε να ακολουθήσει την καρδιά του. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι έβλεπε τον ίδιο και τον ίδιο κόσμο να παρακολουθεί τις εκδηλώσεις με τα κλασικά έργα και στεναχωριόταν όταν συνειδητοποίησε ότι η κλασική μουσική, και ιδιαίτερα τα βαλς, στα οποία είχε και έχει αδυναμία, είχε γίνει πια μια διασκέδαση για λίγους.

Andre Rieu: Μόνο 12 μουσικοί τον ακολούθησαν στην αρχή

Το 1987 αποφάσισε να δημιουργήσει τη Johan Strauss Orchestra. Ένα πολύ σοβαρό όνομα γι’ αυτό που είχε στο μυαλό του: Να δημιουργήσει μουσικές εκδηλώσεις που θα απευθύνονται σ’ ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Να διαδώσει τα διαμάντια της κλασικής μουσικής μ’ έναν πιο ανάλαφρο τρόπο. Να συνομιλήσει με το κοινό. Να κάνει αστεία με το κοινό. Να προσφέρει χαρά, με λίγα λόγια.

Η αρχή ήταν δύσκολη. Μόλις 12 μουσικοί τον ακολούθησαν σ’ αυτό το γενναίο και πολύ δύσκολο εγχείρημα. Το κοινό τον υποδέχτηκε τότε με καχυποψία: Ποιος ήταν αυτός ο μουσικός σόουμαν, που γελούσε κι αστειευόταν με το κοινό και «πείραζε» τα κλασικά κομμάτια; Οι συντηρητικοί κριτικοί τον χαρακτήρισαν μέχρι και «βέβηλο». Αλλά μετά τις πρώτες συναυλίες, το κοινό όλο και μεγάλωνε. Κι έγινε μια παγκόσμια λαοθάλασσα.

H κλασική παιδεία του Andre Rieu, βέβαια, δεν αμφισβητείται. Όταν η ορχήστρα εκτελεί κάποιο κλασικό κομμάτι, όπως το αγαπημένο του Hallelujah, το βλέμμα του γλυκαίνει. Το απολαμβάνει. Και απολαμβάνει και κάτι άλλο: Ότι χάρη στη δική του προσπάθεια, το αριστούργημα αυτό θα γίνει γνωστό και σε ανθρώπους που δεν το είχαν ακούσει ποτέ στη ζωή τους.

Στα 37 χρόνια που υπάρχει η Johan Strauss Οrchestra, o Andre Rieu έχει ταξιδέψει σε πάνω από 60 διαφορετικές χώρες και 250 διαφορετικές πόλεις σε όλο τον κόσμο. Η Αθήνα, αν και αγαπημένη του όπως είχε πει πολλές φορές (μάλιστα λατρεύει τον μουσακά!), είχε ξεφύγει από την παγκόσμια περιοδεία του. Όταν ανακοινώθηκε ότι θα παίξει στην Αθήνα, τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν μέσα σε τρεις ημέρες από τότε που κυκλοφόρησαν. Πάνω από 20.000 κόσμου πλήρωσαν μέσο εισιτήριο που πλησίαζε τα 80 ευρώ για να τον δουν.

Η αποδοχή που έχει πια ο Andre Rieu φτάνει τα όρια της λατρείας. Κι αυτό διότι δεν έχει σταματήσει να κάνει αυτό που αποφάσισε από την πρώτη μέρα: Να σπάσει τα φράγματα της μουσικής. Στην τρίωρη παράστασή του στην Αθήνα το κοινό άκουσε τον «Γαλάζιο Δούναβη» του Στράους, το «Αλληλούια» από τον «Μεσσία» του Χέντελ, το «Nessun Dorma» από την όπερα Τουραντότ του Πουτσίνι, την «Εύθυμη Χήρα» του Φραντς Λεχάρ. Αλλά και το «Ι Will Survive», το «Marina» του Ρόκο Γκρανάτα (στο οποίο, μάλιστα, χοροπηδούσε στη σκηνή σαν παιδί), και το φοβερό γαλλικό τραγούδι «Voila», στο οποίο παρουσίασε και το κορίτσι-θαύμα Έμα Κοκ.

 Η 16χρονη Έμα, το κορίτσι που κέρδισε πριν τρία χρόνια τον διαγωνισμό The Voice Kids στην Ολλανδία, είναι μια μαχήτρια της ζωής. Όταν ήταν 9 μηνών διαγνώστηκε με μια σπάνια ασθένεια του στομάχου (γαστροπάρεση), που της επιτρέπει να τρέφεται μόνο μ’ ένα μικρό σωληνάκι. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω, αλλά ανέπτυξε το ταλέντο της και ήδη απολαμβάνει ένα παγκόσμιο τουρ στο πλάι του Ολλανδού μαέστρου. Τα video με την ερμηνεία της στο Voila έχουν συγκεντρώσει περίπου 50 εκατομμύρια views.

Η ορχήστρα του Andre Rieu που περιοδεύει πια σε όλο τον κόσμο αποτελείται πια από 70-80 άτομα. Μουσικοί, τενόροι, σοπράνος και τεχνικοί, όλοι επιλεγμένοι ένας κι ένας, με μοναδικό κριτήριο «να μιλούν στην καρδιά μου, άρα και στη δική σας», όπως εκμυστηρεύθηκε ο Andre Rieu στο ελληνικό κοινό.

Η εμβληματική μελωδία του Μίκη Θεοδωράκη στον «Αλέξη Ζορμπά» αποτελεί κάποιες φορές κομμάτι των εμφανίσεων του Andre Rieu σε ευρωπαϊκές πόλεις. Δεν θα μπορούσε να λείψει από το ρεπερτόριό του στην Αθήνα. Ήταν ένα από τα ανκόρ του, στο οποίο φυσικά έγινε χαμός. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος η ορχήστρα του έπαιξε άλλα δύο ελληνικά τραγούδια, τα «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζηδάκι και το «Σήκω Χόρεψε Συρτάκι» του Γιώργου Ζαμπέτα. Επειδή πιθανότατα προβληματίστηκε για το αν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το κοινό, ζήτησε (είναι σπάνιο στις συναυλίες του) να υπάρχει και ελληνική μετάφραση. Την ανέλαβε η Βανέσσα Αδαμοπούλου. Καλά τα πήγε, αλλά αποδείχτηκε μάλλον αχρείαστο. Ο κόσμος καταλάβαινε, γελούσε, χειροκροτούσε κι ακολουθούσε χωρίς να περιμένει τη μετάφραση.

Ο Andre Rieu έχει συμπληρώσει τη μισή από την όγδοη δεκαετία της ζωής του. Κι όμως είναι τόσο ακμαίος, που δεν έχει σταματήσει να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Για να κάνει αυτό που η μουσική ξέρει να κάνει περισσότερο από κάθε τι άλλο: Να δίνει χαρά στις ψυχές.

* Photo credits: Getty Images